Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρεσβεῖον

From LSJ
Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβεῖον Medium diacritics: πρεσβεῖον Low diacritics: πρεσβείον Capitals: ΠΡΕΣΒΕΙΟΝ
Transliteration A: presbeîon Transliteration B: presbeion Transliteration C: presveion Beta Code: presbei=on

English (LSJ)

Ion. and Ep. πρεσβ-ήϊον, τό,

   A gift of honour, πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289; λαχὼν πρεσβήϊα τέχνης AP9.656.6.    2 privilege of age, Plu.2.787d, cf. D.39.29: hence, generally, privilege: pl., prerogatives, πρεσβεῖα διδόναι τινί, c. inf., give him as a privilege, to... Pl.Grg.524a; πρεσβείων ἐπιλαμβάνειν Arist.EE1242a6: c. gen., γῆς πρεσβεῖα chief share or sovereignty of the land, S.Fr. 24.3.    3 right of the eldest, his share of the inheritance, πρεσβεῖα λαβεῖν D.36.35, cf. J.AJ2.1.1; ἀπολιπεῖν π. τὴν ἀρχήν Plu.Art.26; κατὰ τὰ π., = κατὰ πρεσβείαν, LXX Ge.43.33, cf. Nic.Dam.58J.    II old age itself, LXX Ps.70(71).18.

German (Pape)

[Seite 698] τό, ion. u. ep. πρεσβήϊον, Ehrengeschenk; πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, Il. 8, 289; πρεσβεῖα νείμας τῆσδε γῆς, Soph. frg. 19; Μίνῳ πρεσβεῖα δώσω ἐπιδιακρίνειν, Plat. Gorg. 524 a; Plut. sagt τὸ ἀπὸ τοῦ χρόνου πρωτεῖον, ὃ καλεῖται κυρίως πρεσβεῖον, was dem Alter zukommt, wie Poll. 2, 12 πρεσβεῖα, γέρα τὰ τοῖς πρεσβυτέροις δεδομένα; u. so bes. im plur. in sp. Prosa; bei Dem. 36, 34 das, was ein Erbe vor dem andern vorwegnimmt; vgl. οὐ τῷ χρόνῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ δικαίῳ πρεσβεῖον ἔχοιμ' ἂν ἔγωγε τοὔνομα τοῦτ' εἰκότως, 39, 29. – Sp., wie LXX, das Alter.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβεῖον: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό, (πρέσβυς) δῶρον προσφερόμενον εἰς τοὺς πρεσβυτέρους εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, ἀριστεῖον, πρεσβήιον ἐν χερὶ θήσω Ἰλ. Θ. 289· λαχὼν πρεσβήια τέχνης Ἀνθ. Π. 9. 656· ἴδε πρεῖγυς. 2) τὸ δικαίωμα τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, καὶ καθόλου δικαίωμα, Δημ. 1003. 10, Πλούτ. 2. 787D· πληθ., δικαιώματα, προνόμια, πρεσβεῖα διδόναι τινί, μετ’ ἀπαρ., παρέχω εἴς τινα ὡς προνόμιον νά..., Πλάτ. Γοργ. 524Α· πρεσβείων ἐπιλαμβάνειν Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 10, 1· ― μετὰ γεν., πρεσβεῖα γῆς, ἡ κυριαρχία τῆς γῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 19. 3) τὸ δικαίωμα τοῦ πρεσβυτέρου κατὰ τὴν ἡλικίαν, τὸ ἐκ τῆς κληρονομίας μερίδιον αὐτοῦ, πρεσβεῖα λαβεῖν Δημ. 955. 11. ΙΙ. ἡ πρεσβυτικὴ ἡλικία, Ἑβδ. (Ψαλμ. Ο΄, 18). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρεσβεῖα· κράτη καὶ ἀρχιερεῖα, καὶ ἀρχιὰ καὶ ἱερὰ (διορθωτ. ἀρχικὰ γέρα)».