πρεσβεῖον

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβεῖον Medium diacritics: πρεσβεῖον Low diacritics: πρεσβείον Capitals: ΠΡΕΣΒΕΙΟΝ
Transliteration A: presbeîon Transliteration B: presbeion Transliteration C: presveion Beta Code: presbei=on

English (LSJ)

Ion. and Ep. πρεσβήϊον, τό,
A gift of honour, πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289; λαχὼν πρεσβήϊα τέχνης AP9.656.6.
2 privilege of age, Plu.2.787d, cf. D.39.29: hence, generally, privilege: pl., prerogatives, πρεσβεῖα διδόναι τινί, c. inf., give him as a privilege, to... Pl.Grg. 524a; πρεσβείων ἐπιλαμβάνειν Arist.EE1242a6: c. gen., γῆς πρεσβεῖα chief share or sovereignty of the land, S.Fr. 24.3.
3 right of the eldest, his share of the inheritance, πρεσβεῖα λαβεῖν D.36.35, cf. J.AJ2.1.1; ἀπολιπεῖν π. τὴν ἀρχήν Plu.Art.26; κατὰ τὰ π., = κατὰ πρεσβείαν, LXX Ge.43.33, cf. Nic.Dam.58J.
II old age itself, LXX Ps.70(71).18.

German (Pape)

[Seite 698] τό, ion. u. ep. πρεσβήϊον, Ehrengeschenk; πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, Il. 8, 289; πρεσβεῖα νείμας τῆσδε γῆς, Soph. frg. 19; Μίνῳ πρεσβεῖα δώσω ἐπιδιακρίνειν, Plat. Gorg. 524 a; Plut. sagt τὸ ἀπὸ τοῦ χρόνου πρωτεῖον, ὃ καλεῖται κυρίως πρεσβεῖον, was dem Alter zukommt, wie Poll. 2, 12 πρεσβεῖα, γέρα τὰ τοῖς πρεσβυτέροις δεδομένα; u. so bes. im plur. in sp. Prosa; bei Dem. 36, 34 das, was ein Erbe vor dem andern vorwegnimmt; vgl. οὐ τῷ χρόνῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ δικαίῳ πρεσβεῖον ἔχοιμ' ἂν ἔγωγε τοὔνομα τοῦτ' εἰκότως, 39, 29. – Sp., wie LXX, das Alter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
honneur ou présent au plus âgé, particul. :
1 legs à un fils aîné, privilège d'héritage par droit d'aînesse;
2 marque d'honneur ou présent au plus ancien d'âge, p. ext. marque d'honneur ou privilège.
Étymologie: πρέσβυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβεῖον -ου, τό, ep. en Ion. πρεσβήϊον [πρέσβυς] eergeschenk:. πρώτῳ τοι μετ’ ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω aan jou zal ik als eerste na mij een eergeschenk ter hand stellen Il. 8.289. plur. voorrecht (vaak op basis van leeftijd):; Μίνῳ δὲ πρεσβεῖα δώσω ἐπιδιακρίνειν ik zal aan Minos het voorrecht geven het uiteindelijke oordeel te vellen Plat. Grg. 524a; eerstgeboorterecht:. ἀπολιπεῖν πρεσβεῖα Δαρείῳ τὴν ἀρχήν als eerstgeboorterecht aan Darius de heerschappij laten Plut. Art. 26.1.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβεῖον: эп.-ион. πρεσβήϊον τό
1 почетная награда, лучший дар (π. τινι ἐν χερὶ θεῖναι Hom.);
2 привилегия старшего, право первородства (πρεσβεῖα λαβεῖν Dem.);
3 привилегия, преимущество, особое право (πρεσβεῖα διδόναι τινὶ ἐπιδιακρίνειν Plat.).

Greek Monotonic

πρεσβεῖον: Ιων. -ήϊον, τό (πρέσβυς
1. δώρο ως ένδειξη τιμής, τέτοιο όπως αυτά που προσφέρονταν στους μεγαλύτερους, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δικαίωμα, προνόμιο της πρεσβευτικής ηλικίας, και γενικά, προνόμιο, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. δικαίωμα των μεγαλύτερων στην ηλικία, μερίδιο πρεσβύτερου σε κληρονομιά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβεῖον: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό, (πρέσβυς) δῶρον προσφερόμενον εἰς τοὺς πρεσβυτέρους εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, ἀριστεῖον, πρεσβήιον ἐν χερὶ θήσω Ἰλ. Θ. 289· λαχὼν πρεσβήια τέχνης Ἀνθ. Π. 9. 656· ἴδε πρεῖγυς. 2) τὸ δικαίωμα τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, καὶ καθόλου δικαίωμα, Δημ. 1003. 10, Πλούτ. 2. 787D· πληθ., δικαιώματα, προνόμια, πρεσβεῖα διδόναι τινί, μετ’ ἀπαρ., παρέχω εἴς τινα ὡς προνόμιον νά..., Πλάτ. Γοργ. 524Α· πρεσβείων ἐπιλαμβάνειν Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 10, 1· ― μετὰ γεν., πρεσβεῖα γῆς, ἡ κυριαρχία τῆς γῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 19. 3) τὸ δικαίωμα τοῦ πρεσβυτέρου κατὰ τὴν ἡλικίαν, τὸ ἐκ τῆς κληρονομίας μερίδιον αὐτοῦ, πρεσβεῖα λαβεῖν Δημ. 955. 11. ΙΙ. ἡ πρεσβυτικὴ ἡλικία, Ἑβδ. (Ψαλμ. Ο΄, 18). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρεσβεῖα· κράτη καὶ ἀρχιερεῖα, καὶ ἀρχιὰ καὶ ἱερὰ (διορθωτ. ἀρχικὰ γέρα)».

Middle Liddell

πρεσβεῖον, Ionic -ήιον, ου, τό, πρέσβυς
1. a gift of honour, such as was offered to elders, Il.
2. the privilege of age, and generally, a privilege, Plat., etc.
3. the right of the eldest, his share of the inheritance, Dem.

English (Woodhouse)

prerogatives, rights of seniority, rights, the share of the eldest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)