ἀπαίρω

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίρω Medium diacritics: ἀπαίρω Low diacritics: απαίρω Capitals: ΑΠΑΙΡΩ
Transliteration A: apaírō Transliteration B: apairō Transliteration C: apairo Beta Code: a)pai/rw

English (LSJ)

(cf. ἀπαείρω), fut. ἀπᾱρῶ: aor. 1

   A ἀπῆρα E.IT967: pf. ἀπῆρκα Th.8.100, Aeschin.2.82: Ion. impf. ἀπαιρέεσκον, v.l. ἀπαίρεσκον, Hdt.1.186:—lift off, and so, carry off, take away, τὰ ξύλα ibid.; remove, τί τινος E.Or.1608; τινὰ Σπάρτης Id.Hel.1671; in IT967, perh. get rid of, νικῶν ἀπῆρα φόνια πειρατήρια:—Pass., ἀπαίρεται τράπεζα Achae.17.5; ἀπό τινος Ev.Matt.9.15.    II lead or carry away, τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος Hdt.8.57; μελάθρων ἀ. πόδα E.El. 774; ἀ. τινὰ ἐκ χθονός Id.Hel.1520.    2 elliptically (sc. ναῦς, στρατόν, etc.), sail away, march away, depart, ἀπαίρειν ἀπὸ Σαλαμῖνος Hdt. 8.60, freq. in Th., X., etc.: c. gen., ἀπαίρειν χθονός depart from the land, E.Cyc.131; Σπάρτης ἀπῆρας νηΐ Κρησίαν χθόνα Id.Tr.944: c. acc. cogn., ἀ. πρεσβείαν to set out on an embassy, D.19.163.

German (Pape)

[Seite 275] (s. αἴρω), 1) wegheben, wegführen, τὰς νῆας ἀπὸ Σαλαμῖνος Her. 8, 57; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Plut. Symp. 7, 4, 1; ἄπαιρε θυγατρὸς φάσγανον, zieh das Schwert zurück von der Tochter, Eur. Or. 1608; μελάθρων ἀπήραμεν πόδα, wir setzten den Fuß weg aus dem Hause, El. 774; τίς δέ νιν ναυκληρία ἐκ τῆσδ' ἀπῆρε χθονός; Hel. 1519. – 2) gew. intrans., wo man νῆας, στρατόν, ἑαυτόν ergänzen kann, nach B. A. p. 6 meist von der Schifffahrt. abfahren, ἀπὸ Σαλαμῖνος Her. 8, 60 u. sonst; s. Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 2, 69; von Landreisen, weggehen, abreisen, ἐκ τῆς Μιλήτου ἀπηρκότα Thuc. 8, 100; ἀπῆρε Din. 1, 32; ἀπάραντος οἴκαδε Dem. 33, 33; ἀπήρκεσαν οἱ πρέσβεις 19, 150; ὡς ἀπαίρωμεν χθονός, aus dem Lande gehen, Eur. Cycl. 131; ἀπαίρετε ἀπὸ τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539; ἐκ τῶν τόπων ἀπαρεῖς Plat. Crit. 53 d; Eur. c. accus., entgehen, I. T. 967; aber ἀπήραμεν πρεσβείαν Dem. 19, 163 = wirtraten die Gesandtschaft an.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίρω: (πρβλ. ἀπαείρω): μέλλ. ἀπᾰρῶ: ἀόρ. α΄ ἀπῆρα Εὐρ.: πρκμ. ἀπῆρκα Θουκ. 8. 100, Αἰσχίν. 39, 6: Ἰων. παρατ. ἀπαίρεσκον Ἡροδ., Σηκώνω παίρνω, τὰ ξύλα Ἡρόδ. 1. 186· ἀπομακρύνω τι ἀπό τινος ἄπαιρε θυγατρὸς φάσγανον Εὐρ. Ὀρ. 1608· Σπάρτης ἀπάρας ὁ αὐτ. Ἑλ. 1671· ἐν Ι.Τ. 967, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἀπαλλάττομαι: - Παθ., ἀπαίρεται τράπεζα Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 641D. ΙΙ. κινῶ στόλον ἢ στρατὸν τῆς ξηρᾶς, τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 57· οὕτω, μελάθρων ἀπ. πόδα Εὐρ. Ἠλ. 774. ἀπ. τινά ἐκ χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 1520. 2) ἐλλειπτικῶς (ἐξηπακουομ. ναῦς, στρατός, κτλ.), ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, ἀπαίρειν ἀπὸ Σαλαμῖνος Ἡρόδ. 8. 60· συχν. παρὰ Θουκ., Ξεν. κτλ.: ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀπαίρειν χθονός, ἀναχωρῶ ἐκ τῆς χώρας, Εὐρ. Κύκλ. 131· Σπάρτης ἀπῆρας νηΐ Κρησίαν χθόνα ὁ αὐτ. Τρῳ. 944· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. ἀπ. πρεσβείαν, ἐκκινῶ διὰ πρεσβείαν, ἀποστολήν, Δημ. 392. 14, πρβλ. ἀπάγω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαρῶ, ao. ἀπῆρα > part. ἀπάρας, pf. ἀπῆρκα, pqp. ἀπήρκειν;
1 tr. lever, enlever, acc. ; νῆας ἀπὸ Σαλαμῖνος HDT emmener les vaisseaux loin de Salamine;
2 intr. s’éloigner.
Étymologie: ἀπό, αἴρω.