ὑπερχαίρω
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
aor.
A -εχάρην Hp.Morb.Sacr.17, late aor. -έχηρα Procop.Gaz.p.147 B.:—rejoice exceedingly at a thing, δώροις E.Med. 1165; ἐπὶ τοῖς γάμοις Plu.2.1098b; τούτων ἀκούσας ὑπερέχηρεν ὁ Πηλεύς Procop.Gaz. l.c.: c. part., μανθάνων ὑ., ὁρῶν ὑ., X.Cyr.1.3.3, Luc.Nec.12: also ὑ. ὅταν... ὅτι... X.HG4.1.10, Cyn.4.4: abs., Hp. Morb.Sacr.17, Plu.Ages.33, Luc.VH1.30.
German (Pape)
[Seite 1204] (s. χαίρω), sich übermäßig freuen, τινί, über Etwas, δώροις Eur. Med. 1165; – c. partic., Etwas mit Freuden, sehr gern thun, Xen. Cyr. 1, 3, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερχαίρω: χαίρω ὑπερβαλλόντως, γίνομαι ἢ εἶμαι ὑπερχαρής, δώροις ὑπερχαίρουσα Εὐρ. Μήδ. 1165· ἐπί τινι Πλούτ. 2. 1098Β· μετὰ μετοχ., ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, Λουκ. Νεκ. 12· ὡσαύτως, καίπερ ὑπερχαίρων ὅταν ἐχθρὸν τιμωρῶμαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 10· ὑπερχαίρειν ὅτι τοῦ λαγῶ ἐγγύς εἰσι Κυν. 4. 4· ἀπολ., Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερχαιρήσω ou ὑπερχαρήσομαι, etc.
se réjouir extrêmement ; τινι, ἐπί τινι de qch.
Étymologie: ὑπέρ, χαίρω.