ἐρέω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
(A), Ep. Verb,
A = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω, ask, inquire, c. acc. rei, about a thing, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Il.7.128, cf. Od.21.31 ; seek for, Ὕλαν A.R.1.1354. 2 c. acc. pers., question, μάντιν ἐρείομεν (v. infr.) ἢ ἱερῆα Il.1.62 ; ἀλλήλους ἐρέοιμεν Od.4.192 ; ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην 11.229. 3 c. acc. rei, search, explore, ἰλυούς Nic.Th.143 (v.l. ἐρέθοντες). (Prob. ἐρε (ϝ)-, cf. ἐρευτής : ἐρείομεν perh. metri gr. for ἐρέ (ϝ) -ο-μεν, pres. subj. of non-thematic stem.)
ἐρέω (B), Ion. for ἐρῶ, I
A will say ; v. ἐρῶ.
ἐρέω (C), Ion. for ἐράω (A).
German (Pape)
[Seite 1026] s. ἔρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέω: (Α), Ἐπ. ῥῆμα. = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ ἐρέω (Β): - ἐξετάζω νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., περί τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229.
French (Bailly abrégé)
1demander : τι, qch ; τινα, interroger qqn.
Étymologie: cf. ἔρομαι et εἴρομαι.
2f. ion. de εἴρω².