ἐπεξεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεξεργάζομαι Medium diacritics: ἐπεξεργάζομαι Low diacritics: επεξεργάζομαι Capitals: ΕΠΕΞΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epexergázomai Transliteration B: epexergazomai Transliteration C: epeksergazomai Beta Code: e)pecerga/zomai

English (LSJ)

   A effect besides, ἕν δ ἐπεξειργάσατο D.18.140; accomplish, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ' ἐ. Ion Trag.63.    2 slay over again, ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω S.Ant.1288 (lyr.).    3 work anew, ἀγρόν Luc.Tim.37.    4 investigate, τὴν αἰτίαν A.D.Synt.82.7, cf. 122.7.

German (Pape)

[Seite 916] noch dazu ausarbeiten, vollenden; βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ' ἐπεξεργάζεται Ion bei Sext. Emp. adv. rhet. 24; thun, Dem. 18, 140 u. Sp.; ὀλωλότ' ἄνδρα, noch einmal tödten, vernichten, Soph. Ant. 1274; – ἀγρὸν φιλοπόνως, bestellen, Luc. Tim. 37. – Bei Sp., wie Tzetz., = wieder überarbeiten, genau bearbeiten, von Schriftwerken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι, Ἀποθ., πρὸς τούτοις ἐξεργάζομαι ἢ ἐκτελῶ τι, ἓν δ’ ἐπεξειργάσατο… τοιοῦτον, ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος Δημ. 274. 18˙ ἐκτελῶ, συμπληρῶ, τελειοποιῶ, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ’ ἐπεξεργάζεται Ἴων παρὰ Σέξτῳ Ἐμπ. π. Μ. 2. 24. 2) ἐκ νέου φονεύω, αἰαῖ, ὀλωλότ’ ἄνδρ’ ἐπεξειργάσω Σοφ. Ἀντ. 1288, πρβλ. ἐπικτείνω. 3) ἀνιχνεύω, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, Ἀπολλ. περὶ Συντ. 132, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 4. 7. 4) ἐργάζομαι, μετὰ παθ. σημασ., «καὶ πρῴην μοι ἐπεξείργασται μικρὸν συγγραμμάτιον» Τζέτζ. Προοίμ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 11, ἔκδ. Gaisf.

French (Bailly abrégé)

1 accomplir en outre;
2 faire périr encore une fois;
3 travailler de nouveau, acc..
Étymologie: ἐπί, ἐξεργάζομαι.