Αἴας
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
αντος, ὁ, Ajax, masc. pr. n., borne by two heroes, the Greater, son of Telamon, the Less, son of Oiïleus, Hom.:—nom.
A Αἶᾰς Alcm.68; voc. Αἶαν Pi.Fr.184, Aeol. Αἴαν Alc.48 A: pl. Αἴαντες, of tragedies named after Ajax, Arist.Po.1455b34. (S. derives it fancifully from αἰαῖ, Aj.430.)
Greek (Liddell-Scott)
Αἴᾱς: αντος, ὁ, Λατ. Ajax, ἀρσ. κύρ. ὄνομα δύο ἡρώων, ὧν ὁ μείζων ἢ μέγας ἦν υἱὸς Τελαμῶνος καὶ ἐκαλεῖτο Τελαμώνιος ἢ Τελαμωνιάδης, ὁ δὲ μικρὸς υἱὸς τοῦ Ὀϊλέως καὶ ἐλέγετο ὁ τοῦ Ὀϊλῆος ἢ Ὀϊλιάδης, Ὅμ. - Ὀνομ. Αἶᾰς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκμᾶνι 68, αἰτ. Αἶαν, ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 179· κλητ. πανταχοῦ παρὰ Τραγ. Αἴας· μόνον ἐν Σοφοκλ. Αἴαντι 482 κατὰ Σουΐδ. (ὅστις ἀναφέρει τὸ χωρίον) εἶναι ἡ κλητ. Αἶαν, ἀλλ’ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσιν Αἴας, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπόβλητον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ κλητ. εἶναι ἀείποτε Αἶαν· - πληθ. Αἴαντες, παροιμ. ἐπὶ σοβαρῶν τραγῳδιῶν, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 6. (ὁ Σοφ. παράγει φαντασιωδῶς τὴν λέξιν ἐκ τοῦ αἰαῖ, Αἴ. 430).
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
Ajax, nom de deux héros grecs;
1 Ajax, fils d’Oïlée;
2 Ajax (le grand Ajax) fils de Télamon ; νῆσος Αἴαντος ESCHL l’île d’Ajax, càd Salamine.
Étymologie: DELG αἶα 1 ou pê myc. aiwa « bœuf ».