καταχορηγέω
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
A lauish as χορηγός, ὑπέρ τινος πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.19.42: generally, spend or contribute lavishly, οὐσίας τισί D.H.3.72; τὰ οἰκεῖα Plu.Lys.9; squander upon, τι εἰς δεῖπνα Id.Eum. 13; εἰς τὸ θέατρον Id.2.348f; κ. τοῖς στρατεύμασιν ἀφειδῶς τῶν χρημάτων Id.Cat.Ma.3.
Greek (Liddell-Scott)
καταχορηγέω: δαψιλῶς δαπανῶ ὡς χορηγὸς ἢ ἐν τῇ χορηγίᾳ, ὑπέρ τινος Λυσ. 155. 33˙ καθόλου, δαπανῶ δαψιλῶς, καταδαπανῶ, σπαταλῶ εἴς τι, τί τινι Διον. Ἁλ. 3. 72˙ κ. τὰ οἰκεῖα Πλουτ. Λύσ. 9˙ τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 13˙ τὰ τῶν στρατευμάτων ἐφόδια καταχορηγοῦντες εἰς τὸ θέατρον ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. 348˙ πρβλ. καταλειτουργέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 dépenser en frais de chorégie;
2 dépenser, gaspiller, acc..
Étymologie: κατά, χορηγέω.