ὑπερβασία
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A passover, given as equiv. to Πάσχα, J.AJ 2.14.6: but commonly, II metaph., transgression, trespass, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.Ant. 605 (lyr.): pl., Il.23.589, Od.22.168, Hes.Op.828.
German (Pape)
[Seite 1192] ἡ, poet. = ὑπέρβασις, bes. Ueberschreitung, Uebertretung eines Gesetzes, Vergehen, Frevel, Uebermuth, wie ὕβρις; μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il. 3, 107; ὀλέκονται ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς 16, 18; τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς Od. 3, 206; auch plur., Il. 23, 589 Od. 22, 168; Hes. O. 830; Soph. Ant. 601.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, παρέρχεσθαι, τίθεται ὡς ἰσοδύναμον τῷ Πάσχα, «τὴν ἑορτὴν Πάσχα καλοῦντες· σημαίνει δὲ ὑπερβασία, διότι κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ θεὸς αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον». ΙΙ. μεταφ., παράβασις νόμου, ἁμάρτημα, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσασθαι Ἰλ. Γ. 107· τίσασθαι μνηστῆρας ὑπ. ἀλεγεινῆς Ὀδ. Γ. 206· τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπ. κατάσχοι; Σοφ. Ἀντ. 605· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ψ. 589, Ὀδ. Χ. 168, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβασίας, ὅρκων παραβάσεις, ἐπικορκίας», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὑπερβασίης· ἀδικίας. ὑπερηφανίας»· πρβλ. ὑπέρβασις.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transgression (d’une loi divine ou humaine) ; méfait, conduite criminelle ou arrogante.
Étymologie: ὑπερβαίνω.