ἀδείμαντος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ον, (δειμαίνω)
A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.; ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh.697: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers.162. Adv. -τως Id.Ch.771. 2 where no fear is, οἰκία Luc.Philops.31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδείμαντος: -ον, (δειμαίνω) ἄφοβος, ἀκατάπληκτος, Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, ἄνευ φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) ἔνθα οὐδεὶς ἔγκειται φόβος, ὁ μὴ παρέχων φόβον, οἰκία, Λουκ. Φιλόψ. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne s’effraie pas : ἀδείμαντος ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;
2 où il n’y a rien à craindre.
Étymologie: ἀ, δειμαίνω.