ἀμφιλύκη
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
νύξ, ἡ,
A = λοκόφως, half light, morning twilight, Il 7.433; without νύξ, A.R.2.671, Opp.C.1.135, AP5.280 (Paul. Sil.), Lyd.Ost. 65. (No masc. is found.)
German (Pape)
[Seite 140] νύξ (s. λυκόφως), Morgendämmerung, der grauende Morgen, Hom. einmal, Iliad. 7, 433 Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι ἅπαξ μόνον ἐνταῦθα τῇ λέξει κέχρηται; – ohne νύξ Ap. Rh. 2, 671; – Agath. 78 (VII, 583) τρισσὴ δ' ἀμφιλύκη δρόμον ἤνυσεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλύκη: νύξ, ἡ, ἐν Ἰλ. Η. 433, τὸ λυκαυγὲς τῆς πρωίας, ἀλλαχοῦ λυκόφως: παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἄνευ τοῦ νὺξ Β. 671: ἀρσεν. ἀμφίλυκος οὐδαμοῦ εὕρηται (ἴδε ἐν λ. *λύκη).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la nuit à demi lumineuse, càd l’aube.
Étymologie: ἀμφί, R. Λυκ briller.