ἀμφίπυρος

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπῠρος Medium diacritics: ἀμφίπυρος Low diacritics: αμφίπυρος Capitals: ΑΜΦΙΠΥΡΟΣ
Transliteration A: amphípyros Transliteration B: amphipyros Transliteration C: amfipyros Beta Code: a)mfi/puros

English (LSJ)

ον, (πῦρ)

   A with fire at each end, of the double-pointed thunderbolt, E.Ion212; βροντά Id.Hipp.559; δειράδες Παρνασοῦ . . ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας . . πηδᾶ with twin fires, of two peaks of Parnassus, Id.Ion716; of Artemis as bearing a torch in either hand, S.Tr.214 (lyr.).    II with fire all round, τρίποδες Id.Aj.1405.

German (Pape)

[Seite 142] rings von Feuer umgeben, umflammt, Soph., τρίπους Ai. 1384; Tr. 213 Artemis, mit zwei Fackeln; Eur., κεραυνός Ion 213 ch.; βροντή Hipp. 559; πεῦκαι Ion 716.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπῠρος: ον (πῦρ) ὁ ἔχων πῦρ εἰς ἑκάτερον ἄκρον, ἐπὶ τοῦ διπλῆν ἔχοντος αἰχμὴν κεραυνοῦ. Εὐρ. Ἴων 213· δειράδες Παρνασσοῦ ..., ἵνα Βάκχιος ἀμφυπύρους ἀνέχων πεύκας ... πηδᾷ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰς δύο κορυφὰς τοῦ Παρνασσοῦ (πρβλ. δίλοφος, δικόρυφος), αὐτόθι 716· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 214, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς φερούσης πυρσὸν ἐν ἑκατέρᾳ χειρί, πρβλ. Ο. Τ. 206. ΙΙ. ὁ περιβαλλόμενος ὑπὸ πυρός, τρίποδες Σοφ. Αἴ. 1405 (πρβλ. ἀμφιβαίνω ΙΙ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est en feu tout autour ; ἀμφίπυρος βροντά EUR le foudre enflammé, càd Zeus armé du foudre;
2 qui porte une torche dans chaque main (Artémis).
Étymologie: ἀμφί, πῦρ.