ἀντιλογία
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
ἡ,
A contradiction, controversy, ἀ. χρησμῶν πέρι λέγειν Hdt.8.77; ἡμέας . . ἐς ἀ. παρέξομεν will offer ourselves to argue the point, Id.9.87; ἐδόκεον ἀντιλογίης κυρήσειν expected to be allowed to argue it, ib.88; εἰς -ίαν κατέστησαν Lys.Fr.75.1; -ίας ἅπτεσθαι Pl.R.454b; ἐς -ίαν τινί γενέσθαι Th.1.73; ἀ. καί λοιδορία D.40.32; ἀντιλογίαν ἔχει it is open to contradiction, Arist.Rh.1418b25, cf. 1414b3: in pl., opposing arguments, Ar.Ra.775; δι' ἀντιλογιῶν καταλλαγῆναι Th.4.59; ἀ. πρός τινα X.HG6.3.20; ἐς -ίαν ἐλθεῖν Th.1.31; ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν to have grounds for defence in itself, Id.2.87; ἄνευ -ίας without dispute, BGU1133.15 (Aug.),etc. 2 later, quarrel, dispute, PPetr.2p.56(iii B.C.), PGrenf. 1.38.8 (ii/i B.C.), Ep.Hebr. 12.3, etc. 3 right, claim, τοῦ αὐτοῦ λάκκου POxy.1892 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 255] ἡ, Gegenrede, dah. mündliche Untersuchung einer Rechtssache vor dem Richter, Her. 9, 88; vgl. Thuc. 1, 73; übh. Widerspruch, Wortstreit, Plat. Rep. V, 454 a; Ar. Ran. 774 im plur., wie Plut. Num. 21 u. öfter; mit λοιδορία vrbdn Dem. 40, 32; ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν, Rechtfertigungsgründe haben, Thuc. 2, 87; εἰς ἀντιλογίαν ἐλθεῖν, zur Auseinandersetzung von widerstreitenden Ansichten schreiten, 1, 31. Bei Xen. Hell. 6, 3, 9 ist ἀντιλογία πρός τινα entgegengesetzt der εἰρήνη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλογία: ἡ, ἀμφιλογία, ἀντίφασις, Λατ. disceptatio, ἀντιλογία χρησμῶν Ἡρόδ. 8. 77· συζήτησις ὑποθέσεώς τινος, ἡμεῖς ἡμέας αὐτοὺς ἐς ἀντιλογίην παρέξομεν, ἡμεῖς θὰ παραδώσωμεν ἡμᾶς αὐτοὺς εἰς ὑμᾶς ὅπως συζητήσωμεν τὸ πρᾶγμα ἢ ὅπως ἀπολογηθῶμεν, ὁ αὐτ. 9. 87· ἐδόκεον ἀντιλογίης τε κυρήσειν, ἤλπιζον ὅτι ἤθελεν ἐπιτραπῇ εἰς αὐτοὺς νὰ συζητήσωσι τὸ πρᾶγμα ἢ ν’ ἀπολογηθῶσιν, αὐτόθι 88· Λυσ. Ἀποσπ. 45. 1, Πλάτ., κλ. ἐς ἀντ. τινὶ Θουκ. 1. 73· ἀντ. καὶ λοιδορία Δημ. 1018. 8· ἀντιλογίαν ἔχει, ἔχει ἀντίρρησιν τὸ πρᾶγμα, δηλ. τὸ περὶ ἑαυτοῦ λέγειν Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 16, πρβλ. 13, 3· κατὰ πληθ., ἐπιχειρήματα ἐναντία πρὸς τὰ τοῦ ἑτέρου, λόγοι ἀναιρετικοὶ τῶν ῥηθέντων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 775, Θουκ. 4. 59: ― ἀντ. πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 20· ἐς ἀντ. ἐλθεῖν Θουκ. 1. 31· ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν, ἔχειν λόγους ὑπερασπίσεως ἐν ἑαυτῷ, ὁ αὐτ. 2. 87.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 réponse, réplique;
2 contradiction, contestation.
Étymologie: ἀντιλέγω.