ἐμβολή

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβολή Medium diacritics: ἐμβολή Low diacritics: εμβολή Capitals: ΕΜΒΟΛΗ
Transliteration A: embolḗ Transliteration B: embolē Transliteration C: emvoli Beta Code: e)mbolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A putting in, Thphr.Od.26 (pl.): esp. putting into its place, setting or reduction of a fracture or a dislocated limb, ἐμβολὴν ποιεῖσθαι Hp.Fract.13; mode of setting, Id.Art.2.    2 insertion of a letter, ἐ. ποιεῖσθαι Pl.Cra. 437a.    3 lading of a cargo, PStrassb.111.16 (iii B. C.), POxy.62.11 (iii A. D.): esp. shipment of corn to Rome and Constantinople, BGU15ii3 (ii A. D.), etc.; αἰσία ἐ. Just.Edict.13.4.1.    II inroad into an enemy's country, foray, X.An.[4.1.4], HG4.3.10; ἡ Θηβαίων ἐ. Arist.Pol.1269b37.    2 charge, of a bull, E.HF869; of an army. X. Cyr.7.1.18, Arr.Tact.12.10.    b esp.ramming of one ship by another, A.Pers.279 (lyr.), 336; ἀντιπρῴροις χρῆσθαι ταῖς ἐ. Th.7.36, etc. (opp. προσβολή, collision, ib.70); ἐμβολὰς ἔχειν to receive such charges, X.HG4.3.12; δοῦναι to make them, Plb.1.51.6, etc.; in A.Pers.415 ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις with shocks of brazen beaks (nisi leg. ἐμβόλοις).    c shock of battering-ram, Onos.42.5 (pl.).    3 stroke or discharge of a missile, E.Andr.1130, Plb.8.7.3, Luc.Nigr.36, etc.    4 entrance, pass, X.HG5.4.48; in Hdt.1.191 ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ is explained by the words τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει; also, mouth of a river, Thphr.HP4.11.8.    5 pl., gusts of wind, πνευμάτων σφοδρῶν ἐ. Ascl.Tact.12.10.    III battering-ram, τὸ προέχον τῆς ἐ. Th. 2.76.

German (Pape)

[Seite 806] ἡ, 1) das Hineinwerfen, -fügen, ἄρθρων Hippocr.; das Einsetzen, Einschieben eines Buchstaben, Plat. Crat. 437 a. – 2) das Hineindringen, der Einfall, Xen. Cyr. 2, 3, 17; τὴν εἰς τοὺς Καρδούχους ἐμβολὴν ποιεῖσθαι An. 4, 1, 4; beim Angriff eines Schiffes der Stoß, den es mit seinem Schnabel auf die Seite des andern thut, Aesch. Pers. 401; μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς 328; ἐμβολὴ τῶν νεῶν Thuc. 2, 89. 7, 70; vgl. προσβολή; ἐμβολὰς ἔχειν, solche Stöße u. Verletzungen dadurch empfangen haben, Xen. Hell. 4, 3, 13; – der Wurf, Schuß, ἀπ' ἰσχυρᾶς ἐμβολῆς ἀπεστέλλετο τὸ βέλος Luc. Nigr. 36; vgl. Eur. Andr. 1130; λίθ ων καὶ δοκῶν Pol. 8, 9, 3; δοράτων, ὕσσῶν, Plut. Coriol. 9 Pomp. 8. – 3) der Ort zum Eindringen, Eingang, Paß; ἡ πρὸς Θεσπιῶν Xen. Hell. 5, 4, 48. – 4) von Flüssen, die Mündung; Her. 1, 191; Plut. Ant. 41. – 5) der Balken des Mauerbrechers, an dem der Widderkopf sitzt, Thuc. 2, 76 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβολή: ἡ, (ἐμβάλλω) τοποθέτησις ἢ προσαρμογὴ θραυσθέντος ἢ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, «ἴσιαγμα», «βάλσιμον εἰς τὸν τόπον», Ἱππ. π. Ἀγμ. 760· τρόπος τοῦ ἐμβάλλειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780 ἐν τέλει. 2) παρεμβολὴ γράμματος, Πλάτ. Κρατ. 437Α. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσόρμησις, εἰσβολὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 4, κτλ.· ἡ Θηβαίων ἐμβολὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9. 10. 2) ἐπίθεσις, ἔφοδος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 869. β) ἰδίως ἐπίθεσις πλοίου κατ’ ἄλλου, Αἰσχ. Πέρσ. 279, 336, κτλ. (κυρίως ἐμβολὴ ἐκαλεῖτο ἡ ἐπίθεσις πλοίου κατ’ ἄλλου διὰ τοῦ ἐμβόλου τῆς πρῴρας κατὰ τρόπον ἐπιστημονικόν, προσβολὴ δὲ ἡ ἐπίθεσις πλοίου κατ’ ἄλλου καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, Θουκ. 7. 70, πρβλ. 36, ἴδε σημ. Arnold ἐν τόπῳ)· ἐμβολὰς ἔχειν, προσβάλλεσθαι δι’ ἐμβολῶν, Ξεν. Ἑλλην. 4. 3. 12· ἐμβολὰς... ἐδίδοσαν, ἐποίουν, Πολύβ. 1. 51, 6, κτλ.· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, τὸ ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Stanley εἰς ἐμβόλοις χαλκοστόμοις· πρβλ. ἐμβάλλω ΙΙ, 2, ἔμβολος 3. 3) τὸ κτύπημα βολῆς, προύτεινε τεύχη κἀφυλάσσετ’ ἐμβολὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1130, Πολύβ. 8, 9, 3, κτλ. 4) εἴσοδος, διάβασις, πέρασμα, Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 48, ἔνθα ἴδε L. Dind.· ἐν Ἡροδ. 1. 191, ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει· ὡσαύτως, τὸ στόμιον ποταμοῦ, ἡ ἐκβολή, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 8, Διον. Ἁλ. 1. 45 (ἀλλ. ἐκβολαί), πρβλ. εἰσ-, ἐκ-βολή. ΙΙΙ. ἡ κεφαλὴ τοῦ πολιορκητικοῦ κριοῦ, Θουκ. 2. 76.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de lancer sur, jet (d’un projectile, etc.);
II. action de se jeter dans ou sur, d’où
1 choc d’un navire qui enfonce son éperon dans le flanc d’un autre : ἐμβολὰς ἔχειν XÉN recevoir de flanc le choc de l’éperon d’un navire;
2 irruption sur un territoire ennemi, invasion ; en gén. attaque, charge;
III. lieu ou instrument pour se jeter dans ou sur :
1 passage, défilé;
2 embouchure d’un fleuve;
3 machine d’attaque, particul. tête de bélier.
Étymologie: ἐμβάλλω.