ἀρτηρία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A wind-pipe, ἡ ἀ. μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Hp.Epid.7.25, cf.39, Pl.Ti.70d, Arist.HA493a8, de An.420b29; ἡτραχεῖα ἀ. (cf. 11) Timoth. ap. Meno.Iatr.8.29, v. l. in Dsc.2.50, Luc.Hist. Conscr.7, S.E.M.9.178, etc.: in pl., bronchial tubes, ἆσθμα . . περὶ στήθεα καὶ ἀρτηρίας Hp.Epid.7.12 (vulg. but prob. l. -ίην, = trachea), cf. Pl.Ti.78c; πλεύμονος ἀρτηρίαι S.Tr.1054. II artery, as distinct from a vein, αἱ φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν κοινωνίαι Hp.Art.45, cf. 69; τὰς δὲ φλέβας καὶ τὰς ἀ. συνάπτειν εἰς ἀλλήλας . . τῇ αἰσθήσει φανερὸν εἶναι Arist.Spir.484a1; ἀ. λεῖαι (cf. I) Gal.UP8.1, al.; ἀ. φλεβώδης pulmonary vein, ib.6.10; believed to contain πνεῦμα by Erasistr., ib. 17, and derived fr. ἀήρ, τηρέω by Bacch. ap. Erot. s.v. ἀορτέων. III = ἀορτή, aorta, δύο εἰσὶ κοῖλαι φλέβες ἀπὸ τῆς καρδίης, τῇ μὲν οὔνομα ἀρτηρίη τῇ δὲ κοίλη φλέψ Hp.Carn.5. IV in pl. of the ureters, Id.Oss.10. (Contr. from ἀερτηρία, from ἀείρω 'attach' (q. v.), cf. ἀορτήρ, etc.)
German (Pape)
[Seite 361] ἡ, sc. ἀορτή, 1) Schlag-, Pulsader, Arterie, Medic. – 2) ἡ τραχεῖα, Luftröhre, Luc. conscr. hist. 7; Plut. Qu. Symp. 7, 1; ohne Zusatz, Plat. Tim. 70 d 78 c; Arist. H. A. 1, 12. 16; Dion. Hal. C. V. 14. – Allgemeiner, Soph. Tr. 1043, vom Gifte, βέβρωκε σάρκας πνεύμονάς τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτηρία: ἡ, Ἰων. -ίη, ἡ τραχεῖα ἀρτηρία, ἡ ἀρτηρίη μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ζ΄, 1216D, πρβλ. 1220H, Πλάτ. Τίμ. 70D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 1, περὶ Ψυχ. 2. 8, 17, κ. ἀλλ. κατὰ πληθ. οἱ βρόγχοι, ἆσθμα... περὶ στήθεα καὶ ἀρτηρίας Ἱππ. αὐτ. 1215B, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 78C: οὕτω, πνεύμονος ἀρτηρίαι Σοφ. Τρ. 1054. ΙΙ. ἀρτηρία, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴν φλέβα, αἱ τῶν φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν κοινωνίαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809H, πρβλ. 832B: τὰς δὲ φλέβας καὶ τὰς ἀρτ. συνάπτειν εἰς ἀλλήλας καὶ τῇ αἰσθήσει φανερὸν εἶναι Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5. 11. - Ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς γνησιότητος τῶν πραγματειῶν, ἐξ ὧν ἐλάβομεν τὰ ἀνωτέρω χωρία, ἂν τόσον ἐνωρὶς ἦτο γνωστὴ ἡ διάκρισις τῶν ἀρτηριῶν ἀπὸ τῶν φλεβῶν. Τοῦτο ὅμως εἶναι βέβαιον, ὅτι τῆς τοιαύτης διακρίσεως οὐδεμία χρῆσις ἐγένετο. Ἐπὶ πολὺν χρόνον μετὰ ταῦτα αἱ ἀρτηρίαι ἐξηκολούθουν θεωρούμεναι ὡς ἀγωγοὶ ἀέρος καὶ φαίνεται ὅτι ἐνομίζοντο ὡς ἀποφύσεις τῆς κυρίως ἀρτηρίας, ἤτοι τῆς τραχείας, «sanguis per venas in omne corpus diffunditur, et spiritus per arterias» Κικ. Ν. D. 2. 55. Ἡ κυρίως ἀρτηρία ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀρτηρία τραχεῖα ἢ ἡ τραχεῖα ἁπλῶς, αἱ δὲ λοιπαὶ ἐκαλοῦντο ἀρτηρίαι λεῖαι. Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου ἐν γένει ἴδε Littré Ἱππ. 1. σ. 210-215. ΙΙΙ. = ἀορτή· δύο εἰσὶ κοῖλαι φλέβες ἀπὸ τῆς καρδίας, τῇ μὲν οὔνομα ἀρτηρίη, τῇ δὲ κοίλη φλὲψ Ἱππ. 250B· ὡσαύτως καλουμένη, ἡ ἀρτ. ἡ μεγάλη, ἡ παχεῖα, ἡ πνευματική, Greenhill Θεόφιλ. σ. 296· ἡ λέξις φαίνεται παραγομένη ἐκ τοῦ αἴρω, ὡς ἡ ἀορτὴ (πρβλ. ἀορτὴρ) ἐκ τοῦ ἀείρω. Ἀλλ’ ἡ σχέσις τῶν ἐννοιῶν φαίνεται σκοτεινή, καὶ ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς ἀρτηρίας συνετέλεσεν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι ἐτυμολογῶσιν αὐτὴν ἐκ τοῦ ἀέρος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 artère ; p. ext. αἱ ἀρτηρίαι les veines;
2 conduit de l’air pour la respiration ; ἀρτηρία τραχεῖα trachée-artère.
Étymologie: αἴρω.