στυφελίζω
English (LSJ)
A strike hard, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε . . ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437; πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ' ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν 16.774; στυφέλιξε δέ μιν (sc. ἐγχείη) 7.261; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ drives away the clouds, 11.305; εἰ . . κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος . . ἐξ ἑδέων στυφελίξαι thrust us from our seats, 1.581; τὸν δ' . . ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Od.17.234; τινὰ κορύνῃ A.R.2.115; κῦμα . . ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα AP7.665 (Leon.); ἐκ θεμέθλων ἄνακτας ib.15.22 (Simm.); Ποσείδαν . . ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26. 2 generally, treat roughly, maltreat, Il.21.380,512, Od.18.416; τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273.—Ep. word, used by Pi.Fr.225, S.Ant.139 (lyr., abs.); also σ. τρώματα Hp.Fract.31: in late Prose, Plu.Nob.9.
German (Pape)
[Seite 959] fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; Ἀπόλλων ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; ἐγχείη στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Thaten, μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.
Greek (Liddell-Scott)
στῠφελίζω: (στυφελὸς) κτυπῶ τι ἰσχυρῶς καὶ διασείω αὐτό, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε ... ἀσπίδ’ Ἀπόλλων, «διέσεισε, διεκίνησε» (κατὰ τὸν Σχολ.), Ἰλ. Ε. 437· πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ’ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν Π. 774· στυφέλιξε δέ μιν (ἐξυπ. ἐγχείη) Η. 261· ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξη, “διασείσῃ, πλήξῃ” (Σχόλ.), Λ. 305· εἰ ... κ’ ἐθέλησιν Ὀλύμπιος ... ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, ἐκ τῆς ἕδρας ἀποκινῆσαι, ἀνατρέψαι, Α. 581· τὸν δ’ ... ἐκ δαιτύος ἐστ. Χ. 496· οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Ὀδ. Ρ. 234· τινα κορύνῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 115· κῦμα ... ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἄλα Ἀνθ. Π. 7. 665· ἄνακτας ἐκ θεμέθλων αὐτόθι 15. 22. 2) καθόλου, κακῶς μεταχειρίζομαι, Ἰλ. Φ. 380, 512, Ὀδ. Σ. 416· τινὰ ὀνείδεσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 273, Ἡσύχ. - Ἐπὶ λέξει, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 247, Σοφ. Ἀντ. 139 (ἔνθα κεῖται ἀπολ.), ὡσαύτως, στ. στρώματα Ἱππ. Ἀποσπ. 772.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
Pass., seul. prés. et impf.
I. frapper fortement, acc. ; p. suite :
1 renverser;
2 chasser ; disperser;
II. manier avec rudesse ; traiter rudement, maltraiter.
Étymologie: στυφελός.