τεχνίτης

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνῑτης Medium diacritics: τεχνίτης Low diacritics: τεχνίτης Capitals: ΤΕΧΝΙΤΗΣ
Transliteration A: technítēs Transliteration B: technitēs Transliteration C: technitis Beta Code: texni/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A artificer, craftsman, opp. γεωργός, X.Oec.6.6, Arist.Pol.1262b26, al.; opp. ῥήτωρ, Emp. ap. Thphr.Sens.11; of a potter, PCair.Zen.500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ ἐλευθερίως πεπαιδευμένοι, X.Mem.2.7.4,5, cf. Act.Ap.19.24: metaph., πόλις ἧς τ. καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10, cf. LXX Wi.13.1.    II one who does or handles a thing by the rules of art, skilled workman, opp. ἄτεχνος, Pl.Sph.219a, cf. Hp.VM4, Arist.Rh.1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. ἰδιώτης, Id.6.204; opp. ὁ ἔμπειρος, Arist.Metaph.981b31; c. gen. rei, τ. τῶν πολεμικῶν skilled in... X.Lac.13.5; also οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ. persons versed in religious practices, Id.Cyr.8.3.11; ἄνθρωπος τ. λόγων, as a sneer, Aeschin.1.170; οἱ Διονυσιακοὶ τ. or οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., theatrical artists, musicians as well as actors, D. 19.192 (where τ. alone), Arist.Rh.1405a24, Pr.956b11, SIG399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), CIG2619, al. (Cyprus), OGI50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perh. in οἷος τ. παραπόλλυμαι, = Lat.qualis artifex pereo (Nero's last words), D.C.63.29.    III trickster, intriguer, Luc.DMort.13.5.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνίτης: [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, χειρῶναξ, ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς ἐργάτης, ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ ἔμπειρος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― μετὰ γεν. πράγμ., τ. τῶν πολεμικῶν, πεπειραμένος εἰς..., Ξεν. Λακ. 13, 5· ὡσαύτως, οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ., ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι περὶ τὰς θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ συνηθείας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 11· τ. λόγων, ὡς σκῶμμα, Αἰσχίν. 24. 19· ― οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ἢ οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., θεατρικοὶ τεχνῖται, μουσικοί τε καὶ ὑποκριταί, Δημ., 401. 14, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, Προβλ. 30. 10, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2619, -20, κ. ἀλλ., Πολύβ. 16. 21, 8. ΙΙΙ. δολοπλόκος, ῥᾳδιουργός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. artisan;
II. artiste, particul.
1 habile artiste ; p. ext. qui s’entend à, habile en : τῶν πολεμικῶν XÉN qui s’entend aux choses de la guerre ; οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῖται XÉN les personnes versées dans les pratiques religieuses;
2 comédien ; en mauv. part fourbe, charlatan.
Étymologie: τέχνη.