ἀποικέω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικέω Medium diacritics: ἀποικέω Low diacritics: αποικέω Capitals: ΑΠΟΙΚΕΩ
Transliteration A: apoikéō Transliteration B: apoikeō Transliteration C: apoikeo Beta Code: a)poike/w

English (LSJ)

   A go away from home, esp. as a colonist, settle in a foreign country, emigrate, ἐκ πόλεως Isoc.4.122; ἐς Θουρίους Pl.Euthd.271c: so c. acc. loci, Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Pi.P.4.258, cf. Porph.VP 2.    II dwell afar off, μακρὰν ἀ. Th.3.55; πρόσω ἀ. X.Oec.4.6; ἀ. τινὸς πρόσω E.HF557, cf. IA680; ἐν νήσῳ Arist.Pol.1272b1; ἀ. τῶν πεδίων Philostr.Im.1.9: c. acc., live a long way off a person, Theoc. 15.7 (s.v.l.):—Pass., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ . . μακρὰν ἀπῳκεῖτο Corinth was inhabited by me at a distance, i.e. I settled far from Corinth, S. OT998.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικέω: ἀπέρχομαι ἀπὸ τῆς πατρίδος, κυρίως ὡς ἄποικος, ὅπως ἐγκατασταθῶ ἐν ξένῃ χώρα, μεταναστεύω, ἐκ τόπου Ἰσοκρ. 66Β· ἐς Θουρίους Πλάτ. Εὐθύδ. 271C· ἐν νήσῳ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 12· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Πινδ. Π. 4. 460. ΙΙ. κατοικῶ μακράν, διάγω ἢ εἶμαι λίαν μακρὰν (ἴδε ἀπάρχω ΙΙ.), μακρὰν ἀπ. Θουκ. 3. 55· πρόσω ἀπ. Ξεν. Οἰκ. 4. 6· ἀπ. τινος πρόσω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 557, πρβλ. Ι. Α. 680· ἀπ. τῶν πεδίων Φιλόστρ. 775: ― μετ’ αἰτ., διάγω, ζῶ, κατοικῶ μακρὰν ἀπό τινος προσώπου, Θεόκρ. 15. 7· εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή. ― Ὁ Σοφ. μεταχειρίζεται τὸ παθητ. κατὰ τρόπον ἰδιόρρυθμον, ἡ Κορινθος ἐξ ἐμοῦ… μακρὰν ἀπῳκεῖτο = ἐγὼ ἀπῴκουν μακρὰν τῆς Κορίνθου, ὅ ἐ. κατῴκουν μακρὰν αὐτῆς, Ο. Τ. 998, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀποικήσω, ao. ἀπῴκησα, pf. ἀπῴκηκα;
1 émigrer;
2 habiter au loin ; Pass.Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο SOPH j’habitais loin de Corinthe.
Étymologie: ἀπό, οἰκέω.