ἀποδιδράσκω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδῐδράσκω Medium diacritics: ἀποδιδράσκω Low diacritics: αποδιδράσκω Capitals: ΑΠΟΔΙΔΡΑΣΚΩ
Transliteration A: apodidráskō Transliteration B: apodidraskō Transliteration C: apodidrasko Beta Code: a)podidra/skw

English (LSJ)

Ion. ἀποδιδρήσκω, fut. -δράσομαι, Ion. -δρήσομαι: pf.

   A -δέδρᾱκα Men.Sam.143, Phld.Rh.1.199 S.: aor. ἀπέδραν, Ion. -έδρην, opt. ἀποδραίην Thgn.927, imper. ἀπόδρᾱθι Ph.1.90, inf. ἀποδρᾶναι, Ion. -δρῆναι, part. ἀποδράς—the only form found in Hom.; the other tenses in Hdt., etc., pf. part. ἀποδεδρακότες X.An.6.4.8:—run away, escape or flee from, esp. by stealth, Hom. (never in Il.), ἐκ νηὸς ἀποδράς Od.16.65; νηὸς ἀ. 17.516; ἀ. ἐκ τῆς Σάμου Hdt.3.148; ἐς Σάμον 4.43; ἐπὶ θάλασσαν 6.2; ἀποδρᾶσα ᾤχετο And.1.125, cf. 4.17, Ar.Ec.196, Pl.Tht.203d; of runaway slaves, X.An.1.4.8 (ἀποδρᾶναι τὸ ἀναχωρήσαντά τινα εὔδηλον εἶναι ὅπου ἐστίν, ἀποφεύγειν δὲ τὸ μὴ δύνασθαι ἐπιληφθῆναι Ammon.p.19 V.); σώματα ἀποδράντα IG22.584; of soldiers, desert, X.An.5.6.34; ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι attempting to escape not to be able to escape, Pl.Prt.317a, cf. 310c.    2 c. acc., flee, shun, Hdt.2.182, Ar.Pax234, etc.; ἀπέδρασαν αὐτόν Th.1.128; evade, τὸν νόμον Arist.Pol.1270b35; οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν D.21.165; ὅτε . . τὸ σὸν ὄμμ' ἀπέδραν (poet. for ἀπέδρασαν) S.Aj.167.—Rare in Trag. (Cf. Skt. δρᾱτι 'run'.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδῐδράσκω: Ἰων. ἀποδιδρήσκω: μέλλ. -δράσσομαι, Ἰων. -δρήσομαι (ἀποδράσω μόνον παρ’ Ἐκκλ.): ἀόρ. ἀπέδραν, Ἰων. -έδρην, εὐκτ. ἀποδραίην Θέογν. 927, προστακτ, ἀπόδρᾱθι, ἀπαρέμφ. ἀποδρᾶναι, Ἰων. -δρῆναι, μετοχ. ἀποδράς· ― ὁ μόνος τύπος ὁ εὑρισκόμενος παρ’ Ὁμ.· οἱ ἄλλοι χρόνοι παρ’ Ἡροδ., κλ. Ἀποδιδράσκω, φεύγω, ἐκφεύγω, διαφεύγω ἀπό τινος, ἰδίως λάθρᾳ, Ὅμ. (οὐδαμοῦ ἐνἸλ.), ἐκ νηὸς ἀποδρὰς Ὀδ. Π. 65· νηὸς ἀπ. Ρ. 516· ἀπ. ἐκ τῆς ΣάμουἩρόδ. 3. 148· ἐς Σάμον 4. 43· ἐπὶ θάλασσαν 6. 2· ἀποδρᾶσα ᾤχετο Ἀνδοκ. 16. 28· πρβλ. 31. 18, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 196, Πλάτ. Θεαίτ. 203D· δραπετεύω εἰς μέρος ἄγνωστον, ἀπολελοίπασιν ἡμᾶς Ξενίας καὶ Πασίων· ἀλλ’… οὔτε ἀποδεδράκασιν· οἶδαγὰρ ὅπη οἴχονται· οὔτε ἀποπεφεύγασιν· ἔχω γὰρ τριήρεις ὥστε ἑλεῖν τὸ ἐκείνων πλοῖον Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· («ἀποδρᾶναι καὶ ἀποφεύγειν διαφέρει· ἀποδρᾶναι γὰρ τὸ ἀναχωρήσαντά τινα μὴ εὔδηλον εἶναι ὅπου ἐστίν· ἀποφεύγειν δὲ τὸ μὴ δύνασθαι ἐπιληφθῆναι» Ἀμμώνιος)· οὕτως, οἱ αποδράντες Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν Ussing. σ. 58· ἐπὶ στρατιωτῶν, λείπω τὴν τάξιν, λιποτακτῶ, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 34· ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι, ἐνῷ ἐπιχειρεῖ νὰ ἐκφύγῃ νὰ μὴ δύνηται νὰ τὸ κατορθώσῃ, Πλάτ. Πρωτ. 317Β· πρβλ. 310C. 2) μετ’ αἰτ., ἀποφεύγω τινά, ὅτε ἀπεδίδρησκον (αἱ θυγατέρες τοῦ Δαναοῦ) τοὺς Αἰγύπτου παῖδας Ἡρόδ. 2. 182, Ἀριστοφ. Εὐρ. 234, κτλ.· ἀπέδρασαν αὐτὸν Θουκ. 1. 128· τὸν νόμονἈριστ. Πολιτικ. 2. 9, 24· οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν Δημ. 567 ἐν τέλ.· οὕτως, ὅτε… τὸ σὸν ὄμμ’ ἀπέδραν (ποιητ. ἀντὶ ἀπέδρασαν) Σοφ. Αἴ. 167· ― σπάν. παρὰ Τραγ.· πρβλ. ἐκδιδράσκω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποδράσομαι, ao.2 ἀπέδραν, pf. ἀποδέδρακα;
1 s’enfuir secrètement, s’évader;
2 fuir : τι qch ; τινα qqn.
Étymologie: ἀπό, διδράσκω.