γράω
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
A gnaw, eat, Call.Fr.200: hence γρά· φάγε (Cypr.), Hsch.; γράσθι (imper.), Inscr.Cypr.144 H.(Golgoi). (Cf. γράστις, Skt. grásati 'devour'?)
German (Pape)
[Seite 506] = γραίνω, nagen, essen, Call. frg. 200.
Greek (Liddell-Scott)
γράω: τρώγω, ῥοκανίζω, Καλλ. Ἀποσπ. 200, Γαλην. 5. 715· Κυπριακὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ βιβρώσκω (ἴδε Β β. t), πρβλ. Σανσκρ. gras (vorare)· ὁπόθεν καὶ γράστις, Λατ. gramen (Ἀγγλ. grass, χόρτος)· πρβλ. καὶ γραίνω, γάγγραινα).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
manger, dévorer (… grailler).
Étymologie: DELG skr. grásate « dévorer ».