δαΐζω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαΐζω Medium diacritics: δαΐζω Low diacritics: δαΐζω Capitals: ΔΑΪΖΩ
Transliteration A: daḯzō Transliteration B: daizō Transliteration C: daizo Beta Code: dai/+zw

English (LSJ)

aor. ἐδάϊξα (v. infr.):—Med. fut.

   A δαΐσονται Man.4.615:— Pass. (v. infr., cf. δαίω B):—poet. (Trag.in lyr.), cleave asunder, πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434; χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Il.2.416, cf. 7.247; δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ 24.393; κάρανα δαΐξας A.Ch.396.    2 slay, δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Il.11.497; τέκνον δαΐξω A.Ag.208: freq. in Pass., χαλκῷ δεδαϊγμένος Il.22.72, etc.; δεδαϊγμένος ἦτορ pierced through the heart, 17.535; δεδαϊγμένον ἦτορ a heart torn by misery, Od.13.320; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pi.P.6.33; ἐξ ἐμᾶν χερῶν E. IT872.    3 rend, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων Il.18.27 (so in Med. fut., Man.l.c.); δαΐζειν πόλιν destroy it utterly, A.Supp.680, cf. Ch. 396.    4 divide, ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν their soul was divided within them, Il.9.8; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια divided or doubting between two opinions, 14.20; δαΐζειν ἐννέα μοίρας to divide into .., Orph.L.712.    5 = δαινύναι (q. v.), θυσίας ἃς δαΐζοι ἁ πόλις IG7.207 (Aegosthena). [δᾰ-; but δᾱ- Il.11.497, A.Ch.396.] (Prob. δαϝίζω from *δα-ϝο-ς 'cut'; cf. δᾰ-τέομαι.)

German (Pape)

[Seite 514] (vgl. δαίω), fut. δαΐξω, pass. δεδαϊγμένος, δαϊχύείς; δεδαιγμένος Pind. P. 8, 87; δαϊσθείς Eur. Heracl. 914 zw., s. Buttm.; zertheilen, zerschneiden, zerreißen; Odyss. 14, 434 καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα δισμοιρᾶτο δαΐζων, vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad. 2, 416; κόμην, das Haar zerraufen, 18, 27; κάρανα δαΐξας Aesch. Ch. 396; Sp.; töd ten, absol., ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων Iliad 21, 33; mit accusat., δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Iliad. 11, 497; χαλκῷ δεδαϊγμένος 22, 72; ohne χαλκῷ, δεδαϊγμένος ἦτορ, todt lag er da, 17, 535; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pind. P 6, 33; τέκνον δαΐξω Aesch. Ag. 205; ἐξ ἐμῶν δαϊχθεὶς χερῶν Eur. I. T 873; πόλιν, verwüsten, Aesch. Suppl. 680. Häufig übertr., ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν, das Herz war ihnen getheilt in der Brust, war in innerem Zwiespalt, Il. 9, 8; ähnl. ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, er war unschlüssig, ἢ – ἦε 14, 20; φρεσὶν ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ, ein von Kummer zerrissenes, gequältes Herz im Busen habend, Od. 13, 320. Im Anfang des Verses Il . 11, 497 δα.

Greek (Liddell-Scott)

δαΐζω: μέλλ. -ξω, ἀόρ. ἐδάϊξα· -παθ. (ἴδε κατωτ. καί πρβλ. δαίω Β). Ποιητ. ῥῆμα, διακόπτω εἰς δύο, διαχωρίζω, πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Ὀδ. Ξ. 434· χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Ἰλ. Β. 416, πρβλ. Η. 247· δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ Ω. 393· κάρανα δαΐξας Αἰσχύλ. Χο. 297. 2) σφάζω, φονεύω, δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Ἰλ. Λ. 497· τέκνον δαΐξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· -συχν. ἐν τῷ παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος Ἰλ. Χ. 72, κτλ.· δεδαΐγμένος ἦτορ, διατετρυπημένος τὴν καρδίαν (ὡς εἰ χαλκῷ) Ρ. 535· δεδαΐγμένον ἦτορ, καρδία διεσχισμένη καὶ βεβασανισμένη διὰ δυστυχίας, Ὀδ. Ν. 320· ἐκ βελέων δαϊχθείς Πίνδ. Π. 6. 33· ἐξ ἐμᾶν χερῶν Εὐρ. Ι. Τ. 873. 3) τίλλω, ἀποσπῶ, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, Ἰλ. Σ. 27· -δαΐζειν πόλιν, καταστρέφειν ἐξ ὁλοκλήρου, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 680, πρβλ. Χο. 396. 4) ἁπλῶς, χωρίζω, διαχωρίζω, διχάζω, ἐδαΐζετο θυμός ἐνὶ στήθεσσιν, ἡ ψυχή του ἐδιχάζετο ἐν αὐτῷ, δηλ. ἦτο ἐν ἀμφιβολίᾳ, Ἰλ. Ι. 8· δαϊζόμενος κατά θυμόν διχθάδια, διῃρημένος ἢ ἀμφιβάλλων μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ξ. 20· -ὡσαύτως, δαΐζειν ἐννέα μοίρας, διαιρεῖν εἰς…, Ὀρφ. Λιθ. 707. [δᾰ-· ἀλλὰ δᾱ- Ἰλ. Λ. 497, Αἰσχύλ. Χο. 396.]

French (Bailly abrégé)

f. δαΐξω, ao. ἐδάϊξα, pf. inus.
Pass. δαΐζομαι, impf. ἐδαϊζόμην, f. inus., ao. ἐδαΐχθην, pf. δεδάϊγμαι;
1 diviser, séparer, couper (qch pour faire des parts) ; fig. ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν IL leur cœur était partagé (càd en doute) dans leur poitrine ; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια IL partagé dans son cœur entre deux opinions;
2 d’ord. avec idée de violence déchirer avec le tranchant d’une arme ; p. ext. déchirer, arracher : χερσὶ κόμην IL s’arracher les cheveux de ses mains ; δεδαϊγμένος ἦτορ IL qui a le cœur déchiré (par une arme) ; fig. δεδαϊγμένον ἦτορ OD cœur déchiré, torturé;
3 faire périr ; en gén. détruire (une ville) de fond en comble.
Étymologie: cf. δαίω¹, δαίνυμι.