διασπάω
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
fut. -σπάσομαι [ᾰ] Ar.Ra.477, Ec.1076, also
A -σπάσω Hdt.7.236: aor. -έσπᾰσα, Med. -εσπασάμην E.Hec.1126, Ba.339, Plu.Caes.68: pf. -έσπᾰκα Sch.Th.Oxy.853i15:—Pass., aor. -εσπάσθην: pf. -έσπασμαι (v. infr.):—tear asunder, τοὺς ἄνδρας κρεοργηδὸν δ. Hdt.3.13, cf. E. and Ar. ll. cc., etc.; ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. X.Cyr.6.1.45; δ. τὸ σταύρωμα to break through or tear down the palisade, Id.HG4.4.10; δ. τὴν γέφυραν, τὸ ἔδαφος, Plb.6.55.1, Plu. Cam.5; break up, SIG364.10 (Ephesus, iii B. C.): metaph., διασπᾶν τὴν σύμπνοιαν τοῦ παντός Iamb.Protr.21.λ:—Pass., διέσπασται μελέων φύσις Emp.63; τὸ Ἀττικὸν [ἔθνος] . . διεσπασμένον ὑπὸ Πεισιστράτου Hdt.1.59; μόνον οὐ διεσπάσθην D.5.5; δ. ἀπὸ τῶν φίλων to be torn away from... Arist.Rh.1386a10. 2 in military sense, separate part of an army from the rest, X.Cyr.5.4.19; of army and fleet, Hdt.7.236; δ. τὰς φάλαγγας break them up, Arist.Pol.1303b13: —Pass., στράτευμα διεσπασμένον an army scattered and in disorder, Th.6.98, cf. 7.44; of a fleet, Id.8.104; τῷ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις to be widely scattered, X.An.1.5.9. 3 metaph., pull different ways, πόλεις distract states, Pl.Lg.875a; τὰς πολιτείας D.4.48; τοὺς νόμους X.Cyr.8.5.25; διέσπακε τὴν ἱστορίαν has broken the continuity of the narrative, Sch.Th. l. c.:—Pass., διασπώμενος distracted, πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας Luc.DDeor.24.1; ὑπὸ τῶν λόγων Id.Icar.23.
German (Pape)
[Seite 603] (s. σπάω), aus einander ziehen, zerreißen; τοὺς ἄνδρας κρεουργηδόν, Her. 3, 13; trennen, πόλιν, Plat. Legg. IX, 875 a Rep. V, 462 a; διεσπασμένον καὶ ἐσχισμένον, Phil. 23 e; πᾶσα ἀρχὴ διεσπάσθη χωρὶς ἑτέρα ἀπ' ἄλλης Legg. XII, 945 d, wie ἀπ' ἀλλήλων Xen. Cyr. 2, 1, 13; νόμους, aufheben, 8, 5, 12, u. Folgde; πολιτείας, Dem. 4, 48; γέφυραν, abbrechen, Pol. 6, 55; τὰς περιόδους, beim Vortrage, Plut. Dem. 6; Ar. hat fut. med., Eccl. 1076 Ran. 477, wie Eur. auch den aor. med. in alt. Bdtg braucht Bacch. 839 Hec. 1126; so auch Dem. 10, 19 u. Luc. – Pass., getrennt werden, aus einander kommen, τὸ στράτευμα διεσπασμένον. Thuc. 6. 98. 8, 104; von Soldaten, zerstreut in den Quartieren umher liegen, Xen. An. 1, 5, 9; ἐκεῖσε διαπλέω ὅθεν διεσπάσθημεν Antiphan. Ath. III. 100 f. Uebertr., durch Geschäfte zerstreut sein, Luc. D. D. 24, 1, u. öfter bei Sp. – S. auch das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
διασπάω: μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ ὡσαύτως -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ ὡσαύτως -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω μετὰ βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ σταύρωμα, κατακρημνίζω ἢ διασχίζω, καταστρέφω, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ ἔδαφος Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν ἔθνος… διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, ἀποχωρίζω, λαμβάνω μέρος τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, διαλύω, κατα-στρέφω, Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., στράτευμα διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡσαύτως, διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., σύρω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. διασπάσω, etc.
1 déchirer, mettre en pièces;
2 séparer par la force ; Pass. διασπᾶσθαι ἀπὸ τῶν φίλων ARSTT être séparé de ses amis;
3 tirailler en tous sens : τοὺς νόμους XÉN tirailler les lois, càd les violer de mille manières, ou les interpréter selon ses intérêts ; Pass. être tiraillé (par des soucis, des obligations);
4 disperser, ou sans idée de violence distribuer (des troupes dans des cantonnements;
Moy. διασπάομαι-ῶμαι (f. διασπάσομαι, ao. διεσπασάμην) séparer violemment ; mettre en pièces.
Étymologie: διά, σπάω.