ἐκκινέω
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
English (LSJ)
A move out of[his lair], put up, ἔλαφον S.El.567 : metaph., ἐ. τὴν νόσον Id.Tr.979 (anap.) ; τόδε τὸ ῥῆμα Id.OT354 ; so σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐ. κακοῦ Id.Tr.1242 :—Pass., σκώμμασι μᾶλλον ἢ λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plu.2.631c.
German (Pape)
[Seite 762] herausbewegen; ἔλαφον, aufscheuchen, Soph. El. 557; übertr., ῥῆμα, ausstoßen, O. R. 354; νόσον, aufregen, Trach. 975; σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ 1232; außer Fassung bringen, τοῖς σκώμμασι μᾶλλον ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plut. Symp. 2, 1, 4. Vgl. ἐκκυνέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῑνέω: ἐξεγείρω (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., διεγείρω, ἐρεθίζω, ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ μέσον», οὕτως ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ ῥῆμα; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 mettre en mouvement pour faire partir : ἔλαφον SOPH faire lever un cerf ; fig. ῥῆμα SOPH lâcher une parole ; νόσον SOPH faire naître une maladie;
2 mettre hors de soi, émouvoir.
Étymologie: ἐκ, κινέω.