ἐξαίρετος

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

German (Pape)

[Seite 863] 1) ausgenommen; ἐξαίρετόν τινα ποιεῖσθαι, Einen ausnehmen, Thuc. 3, 68; Plat. Ep. II, 310 e; τούτῳ μόνῳ Ἀθηναίων ἐξαίρετόν ἐστιν καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ὅ τι ἂν βούληται, er darf ausnahmsweise allein thun, was er will, Lys. 10, 3; Dem. 40, 14 u. Sp.; χρόνον μηδένα ἐξαίρετον ποιεῖσθαι τοῦ πολέμου, den Krieg zu keiner Zeit aussetzen, D. Hal. 6, 50. Bes. – 2) ausgewählt, auserlesen, mit der Nebenbdtg des Vorzüglichen; κοῦροι Ἰθάκης ἐξαίρετοι Od. 4, 643, γυναῖκες, auserwählte, Il. 2, 227; πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Aesch. Ag. 928, δώρημα Eum. 380; oft bei Pind. u. Folgdn; τιμαί Isocr. 4, 94; πρώτοις ἐξαίρετα τεμένη ἀποδοτέον Plat. Legg. V, 738 d. – Für einen bestimmten Zweck ausgewählt u. bestimmt, χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνηνέγκαμεν καὶ νόμῳ κατεκλείσαμεν ἐξαίρετα εἶναι τῷ δήμῳ – καὶ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι Andoc. 3, 7, sie sollten von dem gewöhnlichen Dienst ausgenommen und für besondere Staatszwecke aufbewahrt bleiben; vgl. Thuc. 2, 24; – στρατηγία ἐξ., praetura extraordinaria, Plut. Cat. mai. 39; – ἐξαιρέτως, vorzugsweise, Luc. u. a. Sp. – Man unterscheidet ἐξαιρετός, herausnehmbar, Her. 2, 121.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαίρετος: -ον, ὃν ἐκλέγων χωρίζει τις ἐξ ἄλλων, καὶ ἑπομένως, 1) ἐπίλεκτος, «διαλεκτός», ἐκλεκτός, Λατ. eximius, Ἰθάκης ἐξαίρετοι κοῦροι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ θῆτές τε δμῶές τε; Ὀδ. Δ. 643˙ γυναῖκες... ἐξαίρετοι Ἰλ. Β. 227˙ ἕνα ἐξ. ἀποκρίνειν Ἡρόδ. 6. 130˙ - ἰδίως ἐπὶ λείας καὶ πραγμάτων διδομένων ὡς τεκμήριον ἰδιαζούσης τιμῆς, μὴ ἀπονεμόμενος διὰ κλήρου, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 954˙ δώρημα ὁ αὐτ. Εὐμ. 402. κτλ.˙ οὕτως, ἐξ. τι διδόναι (ἴδε ἐξαιρέω ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 98., 3. 84˙ ἐξ. τι ἐκτῆσθαι ὁ αὐτ. 8. 140, 2˙ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 4, 29, κτλ. 2) ἐξῃρημένος, ἐξαίρετον τιθέναι τινά, ἐξαιρεῖν αὐτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 822˙ ποιεῖσθαι Θουκ. 3. 68˙ δοῦναι Εὐρ. Ι. Τ. 755Ϗ οὐδ’ ἐστὶν ἐξ. ὥρα τις ἥν διαλείπει Δημ. 124. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 50˙ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι, νὰ εἶναι κεχωρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, Ἀνδοκ. 24. 21, πρβλ. Θουκ. 2. 24. 3) ἐξαιρετικός, οὐχὶ ὁ τυχών, οὐχὶ συνήθης, τάχα δὲ παθὼν ἐοικότ’ ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, ἀλλὰ ταχέως ἔπαθεν ὁ ἀνὴρ ὅ,τι τῷ ἔπρεπε, κολασθεὶς δι’ ἐξαιρετικῆς τιμωρίας, περὶ τοῦ Ἰξίονος, ὅστις προσεδέθη ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐπὶ ἀειδινήτου τροχοῦ, Πίνδ. Π. 2, 54˙ οὐδὲν ἐξ. οὐδὲ ἴδιον πεποίημαι Δημ. 319. 21˙ ἐξ. τῷ δήμῳ Ἀνδοκ. 24. 19˙ ἐξ. αὐτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Αἰσχίν. 66. 23, πρβλ. Ἰσοκρ. 120 Α˙ στρατηγία ἐξ., ἔκτακτος στρατ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39˙ τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, οὗτος μόνος ἔχει τὸ ἐξαιρετικὸν προνόμιον νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, Λυσ. 116. 26, πρβλ. Δημ. 631. 7. - Ἐπίρρ. ἐξαιρέτως, ἐξαιρετικῶς, ἰδίως, πρὸ πάντων, Πλούτ. 2. 667F, κτλ., πρβλ. ἐξαιρέω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mis de côté :
1 choisi, de choix, distingué, remarquable;
2 excepté : τινα ἐξαίρετον ποιεῖσθαι THC excepter qqn ; en parl. de choses exceptionnel, spécial, extraordinaire;
3 mis en réserve;
4 avec idée de temps différé.
Étymologie: ἐξαιρέω.