ἐξαρτύω
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
[ῡ],
A get ready, τἄνδον ἐξάρτυε E.El. 422; equip thoroughly, fit out, ἐπίπλουν Th.2.17:—more freq. in Med., get ready for oneself, fit out, ναυτικόν Id.1.13, al.; τὰ ἡμέτερα ib.82; φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι will set about it, E.El.647: c. inf., οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν A.Pr.908:—Pass., to be got ready, πάντα σφι ἐξήρτυτο ἐς τὴν κάτοδον Hdt.1.61; πόλεμος ἐξαρτύεται is preparing, E.Heracl.419: esp. in pf. part. Pass., equipped, harnessed, Id.Hipp. 1186: c. dat. rei, furnished or provided with, ἐξηρτῡμένος νεηνίῃσι καὶ κυσί Hdt.1.43; ὕδατι καὶ σιτίοισι εὖ ἐ. Id.2.32; τόξοισιν ἐξηρτυμένοι (ἐξηρτημένοι cod. Med.) A.Pr.711; ναυτικὰ πλοίοις μακροῖς ἐ. Th.1.14; τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἄριστα ἐ. ib.80; καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθείς Id.6.31; τὰ πρὸς τὴν χρείαν D.S.20.4. II Med., train musically, Plu.2.973d. III ἐξαρτύειν· παιδεραστεῖν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 873] zurecht machen, zurüsten; τἄνδον ἐξάρτυε Eur. El. 422; νεῶν ἐπίπλουν Thuc. 2, 17; pass., τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἐξήρτυνται ἄριστα, damit waren sie aufs beste versehen, 1, 80; ὁ στόλος καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἐξαρτυθείς 6, 31; πάντα ἐξήρτυτο ἐς κάτοδον Her. 1, 61; ἐξηρτυμένος λογάσι, σίτῳ, 1, 43. 7, 147; ταῦτ' οὖν πρὸς τὸν πόλεμον ἡμῖν ἅπαντα ἐξήρτυται Plat. Legg. I, 625 d, u. so die Folgdn bes. von Kriegsrüstungen. – Med., sich rüsten, sich anschicken, οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν Aesch. Prom. 910; φόνον ἐξαρτύσομαι Eur. El. 647; übh. sich mit Etwas versehen, ναυτικὰ ἐξηρτύετο ἡ Έλλάς Thuc. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρτύω: ῡ, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, τἄνδον ἐξάρτυε Εὐρ. Ἠλ. 422: παρασκευάζω ἐντελῶς, ἐξοπλίζω, καὶ τῇ Πελοποννήσῳ ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες Θουκ. 2. 17· συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλὰς καὶ τῆς θαλάσσης μᾶλλον ἀντείχοντο Θουκ. 1. 13, 25., 2. 13· τὰ ἡμέτερα ὁ αὐτ. 1. 82· ἐγὼ φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι, ἐγὼ θὰ παρασκευάσω τὰ πάντα διὰ τὸν φὸνον τῆς μητρός, Εὐρ. Ἠλ. 647· μετ’ ἀπαρ., οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 908: - Παθ., εἶμαι ἕτοιμος, πάντα σφι ἐξήρτυτο εἰς τὴν κάτοδον Ἡρόδ. 1. 61· πόλεμος ἐξαρτύεται, παρασκευάζεται, Εὐρ. Ἡρακλ. 419: - ἰδίως κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., ἕτοιμος, σεσαγμένος, ἐζευγμένος, ἐπὶ ἵππων, ἐξηρτυμένας πώλους παρ’ αὐτὸν δεσπότην ἐστήσαμεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1186· ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ. (ὡς τὸ ἐξηρτημένος μετ’ αἰτ. πράγμ.), παρεσκευασμένος ἢ ἐφωδιασμένος μέ τι, ἐξηρτυμένος νεηνίῃσι καὶ κυσὶ Ἡρόδ. 1. 43· ὕδασι καὶ σιτίοισι εὖ ἐξ. 2. 32· τόξοισιν ἐξηρτυμένοι (διάφ. γραφ. ἐξηρτημένοι) Αἰσχύλ. Πρ. 711· πλοίοις μακροῖς ἐξ. Θουκ. 1. 14· τοῖς ἅπασιν ἄριστα ἐξ. αὐτόθι 80· καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθεὶς ὁ αὐτ. 6. 31· ἐν 6. 17 ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἐξήρτηται. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ., ὡσαύτως, ἐξασκῶ, καθάπερ ὄργανον ἐξαρτυομένου τὴν φωνὴν καὶ παρασκευάζοντος Πλούτ. 2. 973D: πρβλ. ἐξάρτυσις.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξήρτυον;
Pass. impf. ἐξηρτυόμην, ao. ἐξηρτύθην, pf. ἐξήρτυμαι;
préparer (une expédition, une guerre, etc.) ; particul. harnacher un cheval ; Pass. être muni ou pourvu de qch;
Moy. ἐξαρτύομαι;
1 se préparer, se disposer;
2 préparer pour soi, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀρτύω.