ἐξάντης
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ες, of patients,
A out of danger, healthy, ἐ. γίνεται Hp.Morb. 3.3, Mul.1.41; ἐξάντη ποιεῖν τινα Pl.Phdr.244e. b harmless, ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν (sc. μῆνιν Ἑκάτης) D.Chr.4.90. 2 c. gen., free from, κακοῦ Ael.NA3.5; νούσου Hp.Morb.1.14, cf. Com.Adesp.1279 (= Trag.Adesp.151); δειλίας Jul.Or.6.192b. 3 = ἐξεστηκώς, μαινόμενος, EM346.42.
German (Pape)
[Seite 870] ες (ἄντα, Andere von ἄτη), außerhalb des Gesichtskreises, nicht ausgesetzt, bes. ohne Krankheit, gesund; Hippocr.; unversehrt, ἐξάντη ἐποίησε ἡ μανία τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Plat. Phaedr. 244 e; ἐξάντης λεύσσω τοὐμὸν κακὸν ἄλλον ἔχοντα Zenob. 3, 95; ἐξάντης κακοῦ, frei davon, Ael. H. A. 3, 5; bei E. M. 346, 42 steht der Vers ὦ Ζεῦ γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντην νόσου.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάντης: -ες, (πρβλ. κατάντης, προσάντης), «ὁ τῆς νόσου ἔξω ὤν» (Ἡσύχ.), ὑγιής, Ἱππ. 488. 39· ἐξάντη ἐποίησε τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε. 2) μετὰ γεν., ἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ, ἀπαλλάσσεται, Αἰλ. π. Ζ. 3. 5· νόσου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 72.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
acc. ἐξάντην;
exempt de, gén..
Étymologie: ἄντα.