κίνυμαι

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίνῠμαι Medium diacritics: κίνυμαι Low diacritics: κίνυμαι Capitals: ΚΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: kínymai Transliteration B: kinymai Transliteration C: kinymai Beta Code: ki/numai

English (LSJ)

[ῑ],

   A = κινέομαι (only in pres. and impf.), go, move, Il.10.280, Od.10.556; ἐς πόλεμον . . κίνυντο φάλαγγες they marched... Il. 4.281, cf. 332, etc.; τοῦ καὶ κινυμένοιο as it was stirred... 14.173, cf. A.R.1.1308; of dancing, AP5.128 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, nur praes. u. impf., sich bewegen; κίνυντο φάλαγγες Il. 4, 332, öfter in dieser Vrbdg; οὐδέ σε λήθω κινύμενος 10, 280; ἔλαιον κινύμενον, umgeschütteltes Oel, 14, 173; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1308. 2, 1078; Automed. 3 (V, 129).

Greek (Liddell-Scott)

κίνῠμαι: ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, καθώς ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐκινύμην;
1 se mettre en mouvement, partir : ἐς πόλεμον IL pour la guerre;
2 Pass. être secoué, agité.
Étymologie: R. Κι, mouvoir, cf. κινέω.