λίπος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό, prop.
A animal fat, lard, tallow, Arist.Long.467a3, cf. Pr.935b20: pl., χηνὸς λίπη AP9.377.8 (Pall.); βεβρῶτες αἵματος λ. gorged with fat and blood, S.Ant.1022; but λ. αἵματος a fleck of blood, A.Ag.1428 (lyr., λίβος Casaub.); of vegetable oil, λ. ἐλαίας S.Fr.398, cf. Thphr.HP3.18.3, 8.7.3, Call.Ap.39. (Cf. λίπα, λιπαρός, λιπάω, λιπαίνω, Skt. lip- 'anoint', Lith. lipti 'stick'.)
German (Pape)
[Seite 52] τό, Fett, Fettigkeit, sowohl thierisches, Schmalz, Talg, χηνὸς λίπη ἁλιστά, Pallad. 21 (IX, 377), Theophr., als vegetabilisches Oel, Soph. fr. 464; auch Salböl, ἀλοιφαῖον, Lycophr. 579 u. a. Sp. – Λ. αἵματος, Aesch. Ag. 1403 (Dindorf verm. λίβος), wie Soph. Ant. 1009, von frischem Blut eines Getödteten. – Obwohl ι kurz ist, wie in allen Compp., findet sich doch bei den Gramm. λῖπος geschrieben, Drac. p. 62, 16; E. M. p. 566, 40; vgl. Gramm. bei Herm. de emend. Gr. gr. rat. p. 429.
Greek (Liddell-Scott)
λίπος: [ῐ], τό, κυρίως ἐπὶ πάχους τῶν ζῴων, στέαρ, «λίγδα», Ἀριστ. περὶ Μακροβ. 5, 11, πρβλ. Προβλ. 23. 38, 1· ἐν τῷ πληθ. χηνὸς λίπη Ἀνθ. Π. 9. 377· βεβρῶτες αἵματος λίπος, φαγόντες τὸ πάχος τοῦ αἵματος, Σοφ. Ἀντ. 1022· ἀλλὰ, λ. αἵματος ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1428 φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς κηλῖδα αἵματος (ὁ Casaub. λίθος)· ― ποιητ. ἐπὶ φυτικοῦ λίπους, τοῦ ἐλαίου, λ. ἐλαίας Σοφ. Ἀποσπ. 464. (Ἐκ τῆς √ΛΙΠ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξ. λίπα, λίπας, λιπάω, λιπαρός, καὶ ἀλείφω, ἄλειφαρ, ἀλοιφή· πρβλ. Σανσκρ. lip, limp-âmi (ungo), lêp-as (unguentum)· Σλαυ. lep-u (ἀλευρόκολλα)· Λιθ. limp-u, lip-ti (κολλῶ). ― Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς συγγενείας τοῦ Λατ. liq ἐν τοῖς liq-ueo, liq-uor, ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως πάσης σχέσεως ἐννοίας).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
substance humide et brillante.
Étymologie: R. Λιπ ou Λιφ, être gras, cf. ἀλείφω.