μέλος
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
εος, τό,
A limb, in early writers always in pl., Il.7.131, Pi.N. 1.47, etc. (κατὰ μέλος is corrupt for κατὰ μέρος in h.Merc.419); μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, A.Pers.991 (lyr.), cf. Eu.265 (lyr.); κατὰ μέλη (-εα) limb by limb, like μελεϊστί, Pi.O.1.49, Hdt.1.119; τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μέρη Pl.Lg.795e; μέλη ποιεῖν dismember, LXX 2 Ma.1.16: later in sg., AP9.141, Gal.UP12.3,al.; ἡ κατὰ μέλος τομή Str.2.1.30. 2 metaph., ἐσμὲν . . ἀλλήλων μέλη Ep.Rom.12.5, cf. 1 Ep.Cor.6.15. 3 features, form, οὐκέτ' ἐγὼ . . γονέων μ. ὄψομαι BMus.Inscr.1077 (Sudan). B esp. musical member, phrase: hence, song, strain, first in h.Hom.19.16 (pl.), of the nightingale (the Hom. word being μολπή), cf. Thgn.761, etc.; μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr.699; esp. of lyric poetry, τὸ Ἀρχιλόχου μ. Pi.O.9.1; ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.5.95, cf. 2.135; ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ Pl.R.607d, cf. D.H. Comp.11; Ἀδμήτου μ. Cratin.236; μέλη, τά, lyric poetry, choral songs, opp. Epic or Dramatic verse, Pl.R.379a, 607a, al.; [μ.] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ ib.398d. b lyric portion of the Comic παράβασις, Heph.Poëm.8.2. 2 music to which a song is set, tune, Arist.Po.1450a14; opp. ῥυθμός, μέτρον, Pl.Grg. 502c; opp. ῥυθμός, ῥῆμα, Id.Lg.656c; Κρητικόν, Καρικόν, Ἰωνικὸν μ., Cratin.222, Pl.Com.69.12,14: metaph., ἐν μέλει properly, correctly, ἐν μ. φθέγγεσθαι Pl.Sph.227d; παρὰ μέλος incorrectly, inopportunely, πὰρ μ. ἔρχομαι Pi.N.7.69; παρὰ μ. φθέγξασθαι Pl.Phlb.28b, Lg.696d; παρὰ μέλος λαμπρύνεσθαι Arist.EN1123a22, cf. EE1233a39. 3 melody of an instrument, φόρμιγξ δ' αὖ φθέγγοιθ' ἱερὸν μ. ἠδὲ καὶ αὐλός Thgn.761; αὐλῶν πάμφωνον μ. Pi.P.12.19; πηκτίδων μέλη S.Fr.241: generally, tone, μ. βοῆς E.El.756. [In h.Merc.502 θεὸς δ' ὑπὸ καλὸν ἄεισεν must be read for θεὸς δ' ὑπὸ μέλος ἄεισεν, and Ἕλλησιν δ' ᾄδων μέλεα καὶ ἐλέγους is corrupt in Epigr. ap. Paus.10.7.6.]
German (Pape)
[Seite 127] τό, 1) das Glied des Leibes bei Menschen u. Thieren, nur im plur.; πλῆσθεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σθένεος Il. 17, 211, κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 18, 69, öfter, wie Hes.; κατὰ μέλεα, gliedweis, Glied für Glied, Her. 1, 119, wie τάμον κατὰ μέλη Pind. Ol. 1, 49; ψυχὰς ἀνέπνευσεν μελέων ἀφάτων N. 1, 47; κρεωκοποῦσι δυστήνων μέλη Aesch. Pers. 455; βοᾷ μελέων ἔνδοθεν ἦτορ 953; λύεταί μου μέλη Eur. Hec. 438, ἀσθενῶ μέλη Or. 228, γεραιὰ ἐς πέδον τιθεῖσα μέλη Troad. 1305, öfter; Plat. vrbdt πάντα τὰ τοῦ θνητοῦ ζώου μέρη καὶ μέλη, Tim. 76 e, vgl. Legg. VII, 794 d; κάμπτεσθαι τὰ μέλη Phaed. 98 d; Arist. u. Sp. Auch in späterer Prosa, wie Plut. Coriol. 6. – 2) das Lied (wenn es von derselben Wurzel herkommt, etwa weil es aus Versfüßen, Versen und Strophen gliederweise zusammengesetzt ist) und die Sangweise, Melodie desselben; H. h. 18, 16; Theogn. 759; Pind. öfter, αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12, 19, ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1, 7; auch ἐξύφαινε Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, 4, 45, u. κρητῆρα Μοισαίων μελέων κιρνάμεν, I. 5, 2; ἔτευξα τύμβῳ μέλος, Aesch. Spt. 817, öfter; θρεομένη μέλη, Suppl. 108; βοῶντος ἄτης τῆσδ' ἐπίσκοπον μέλος, Soph. Ai. 955, wie μέλος γοερόν, Trauergesang, Eur. Hec. 84; μέλος εἰς Τροίαν ἰαχήσω, Troad. 515; ὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε, Ar. Ran. 873; Plat. sagt Rep. III, 398 d ὅτι τὸ μέλος ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ, vgl. Gorg. 502 c, εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ῥυθμὸν καὶ τὸ μέτρον, wo es Melodie bedeutet; bes. von lyrischen Gedichten, vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, öfter, ueben ᾠδή, II, 379 a stehen ἔπη, μέλη, τραγῳδία neben einander; ἐν μέλει φθέγγεσθαι, was melodisch klingt, passend, Soph. 227 d; Gegentheil παρὰ μέλος τι φθέγγεσθαι oder εἰπεῖν, was unmelodisch, falsch, abgeschmackt ist, Phil. 28 b Critia. 106 b.
Greek (Liddell-Scott)
μέλος: (Α), εος, τό, ὡς καὶ νῦν, μέλος τοῦ σώματος, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Ἀττ., ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. μελέων ἔντοσθε, ἐντὸς τοῦ σώματός μου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 991, πρβλ. Εὐμ. 265· κατὰ μέλεα, κατὰ μέλη, μεληδόν, ὡς τὸ μελεϊστί, Ἡρόδ. 1. 119, Πινδ. Ο. 1. 79· μέλη καὶ μέρη, ἢ τἀνάπαλιν, μέρη καὶ μέλη, συχν. παρὰ Πλάτ., ἴδε Stallb. εἰς Φαῖδρ. 238Α.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. au propre membre, articulation;
II. membre de phrase musicale ; chant rythmé avec art, particul.
1 chant des instruments (flûte, etc.);
2 chant avec accompagnement de musique ; mélodie ; παρὰ μέλος (cf. πλημμελής) sans mesure, sans raison, maladroitement;
3 p. ext. parole qu’on répète sans cesse, redite;
4 τὰ μέλη poésie lyrique.
Étymologie: R. Μελ, être ajusté.