μανικός
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ή, όν, (μανία)
A of or for madness, mad, μ. πράγματα Ar.V. 1496; [νόσημα] Hp.Aph.3.20; βλέπει μανικόν τι she has a madwoman's eye, Ar.Pl.424; -ωτέρα ἡδονή Pl.R.403a; ἡ-κή madness, Id.Phdr.244c; μανικόν symptom of madness, Hp.Prog.3; οὐ μανικόν ἐστ' ἐν οἰκία τρέφειν ταὧς; Anaxandr.28, cf. Epicur.Ep.2p.53U.; νοσῶν τι μ. Timocl.6.12. Adv. -κῶς, περιφέρεσθαι X.Cyn.3.5; πυρέττειν Plu. Alex.75. 2 generally, mad, extravagant, Isoc.1.15, Pl.Prt.343c, etc.; σωφρόνημα λίαν μ. dub. l. in X.Ages.5.4; μ. ἱππωνίαι Id.Eq. Mag.1.12. Adv. -κῶς, διακεῖσθαι Pl.Phdr.249d; ἔχειν Id.Sph.216d; ὰλόγως καὶ μ. Isoc.5.65, cf. Phld.Ir.p.82 W. II disposed to madness, Pl.Smp.173d (dub.); unbalanced, Id.Sph.242a. 2 frenzied, enthusiastic, inspired, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arist.Po.1455 a33; ἐξίσταται τὰ εὐφυᾶ γένη εἰς -ώτερα ἤθη Id.Rh.1390b29; νοσήματα μ. καὶ ἐνθουσιαστικά Id.Pr.954a36. III Act., causing madness, στρύχνος (-ον) Thphr.HP9.11.5, Dsc.4.73, Gal.11.767; μανικόν, τό, = δορύκνιον, Plin.HN21.179, cf. Dsc.Alex.6; φάρμακα Plu.Arat.54.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνῐκός: -ή, -όν, (μανία) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, παράφρων, μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν [[[νόσημα]]] Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ μανία, παραφροσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, παράφρων «τρελλός», μανιώδης, Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) καθόλου, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· σωφρόνημα λίαν μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, στρύχνος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 fou, insensé;
2 qui trouble la raison;
Cp. μανικώτερος, Sp. μανικώτατος.
Étymologie: μαίνομαι.