μετάστασις

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάστᾰσις Medium diacritics: μετάστασις Low diacritics: μετάστασις Capitals: ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: metástasis Transliteration B: metastasis Transliteration C: metastasis Beta Code: meta/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, (μεθίστημι)

   A removing, removal, πόνων S.Ichn.217; κακοῦ And. 2.8; μετάστασινἴσχειν admit of removal, of disease, Hp.Aph.5.7.    2 Rhet., removal of the scene to some hypothetical condition, Quint. 3.6.53.    b shifting of blame, Hermog.Stat.2,6 (sg. and pl.).    II (μεθίσταμαι) removal, migration, of Place, μ. ἐξ οἰκείας εἰς ἀλλοτρίαν Pl.Ti.82a; εἰς τὴν γείτονα πόλιν Id.Lg.877a; being something short of banishment, μ. τῶν πολιτῶν Id.Ep.356e; μεταστάσεις ποιούντων ἐπ' ἄλλον τόπον Epicur.Ep.2p.38U.; μ. ἐπὶ τάδε καὶ ἐπ' ἐκεῖνα τοῦ βουλευτηρίου vote, division in the Senate, D.C.41.2; ἡλίου μ. its fabled change of course, E.IT816.    b departure from life, τοῦ βίου μεταστάσεις Id.Fr.554; ἡ ἐκ τοῦ βίου μ. Plb.30.2.5; μ. alone, death, Simon.32, J.AJ17.4.1.    c on the Stage, exit of the chorus, Poll. 4.108.    d Medic., transference of the seat of disease, Hp.Aff. 12, Gal.17(2).790, Aret.SA1.7; but, dislocation, Gal.8.246.    2 change, μορφῆς, γνώμης, E.Hec.1266, Andr.1003; μετάστασιν διδόναι (sc. θυμῷ) to allow a change to one's wrath, i. e. suffer it to cease, S. Ant.718; τοῦ φρονεῖν μ. Alex.292.    3 change of political constitution, πολιτείας μ. Pl.Lg.856c; πρώτη μ. τῶν ἐξ ἀρχῆς Arist.Ath.41.2; at Athens, the Revolution of 404 B.C., Lys.30.10.    b counter-revolution, ἐκ στάσεως μ. Th.4.74.

German (Pape)

[Seite 154] ἡ, das Umstellen, in eine andere Lage Versetzen, Verändern; ἀλλ' εἶκε θυμῷ, καὶ μετάστασιν δίδου, Soph. Ant. 714, was der Schol. dem Sinne nach durch μετάνοια erklärt; μορφῆς μετάστασις, Umgestaltung, Eur. Hec. 1266; γνώμης, Meinungsänderung, Andr. 1004. – Vom Orte, das Umziehen, τῆς χώρας μετάστασις ἐξ οἰκείας ἐπ' ἀλλοτρίαν γιγνομένη, Plat. Tim. 82 a; μετάστασιν εἰς τὴν γείτονα πόλιν αὐτῷ γίγνεσθαι, Legg. IX, 877 a; αἱ μεταστάσεις τῶν Δωριέων, die Wanderungen, Thuc. 3, 82; vgl. Pol. διὰ τὸ μὴ καταλείπεσθαι τόπον εἰς ἀναχώρησιν καὶ μετάστασιν, 2, 68, 9; daher Verbannung, Plat. Ep. VIII, 356 e; u. ἡ ἐκ τοῦ βίου μετάστασις, das Hinscheiden, Sterben, Pol. 30, 2, 5, auch ohne Zusatz, 37, 3, 9; – das Abtreten des Chors in der Tragödie, Poll. 4, 108; – τοῦ κακοῦ, das Fortschaffen, Beseitigen, Andoc. 2, 8; daher auch von Menschen, aus dem Wege räumen, Pol. 5, 56, 141 – ἡλίου, das Weggehen, Verschwinden der Sonne, Eur. I. T. 816. Uebh. Veränderung, bes. der Staatsverfassung, Thuc. 8, 74; πολιτείας, Plat. Legg. IX, 856 c; καὶ μεταβολή, Dem. 2, 13; Arist. a. Sp. In Athen hieß so bes. die durch Alcibiades bewirkte Staatsumwälzung u. Veränderung der Demokratie in Aristokratie, 411 v. Chr., Lys. 30, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μετάστᾰσις: ἡ, (μεθίστημι) μετατόπισις, ἀπομάκρυνσις, κακοῦ Ἀνδοκ. 20. 37. 2) ἐν τῇ Ρητορ,. «μετάστασις δ’ ἐστὶν ὅταν ἀφ’ ἑαυτῶν μεθιστῶμεν τὴν αἰτίαν ἐφ’ ἕτερον ἔξω τοῦ πράγματος ὄντα» Ἀλεξάνδρου περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 458, 15. ΙΙ. (μεθίσταμαι) μετάθεσις εἰς ἕτερον τόπον, μετοίκησις, μετανάστασις, μ. ἐξ οἰκείας εἰς ἀλλοτρίαν Πλάτ. Τίμ. 82Α· εἰς τὴν γείτονα πόλιν ὁ αὐτ. π. Νόμ. 877Α· ὅπερ εἶναί τι ὀλίγῳ ἐλαφρότερον τῆς ἐξορίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 356Ε· ἀκολούθως καθόλου, μετάστασιν ἔχειν, ἐπιδέχεσθαι μετατόπισιν, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1253Α· μ. ἡλίου, ἔκλειψις, Εὐρ. Ι. Τ. 816· τοῦ βίου μ. ἀπέλευσις ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης, θάνατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 558· καὶ ἄνευ τοῦ βίου, Σιμων. 39· μ. κακοῦ, ἀνακούφισις, ἀπαλλαγὴ ἐκ δυστυχίας, Ἀνδοκ. 20. 36· - ἐπὶ τῆς Ἀττ. σκηνῆς, ἡ ἔξοδος τοῦ χοροῦ, πρβλ. πάροδος ΙΙ. 2) μεταβολή, μετατροπή, μορφῆς, γνώμης Εὐρ. Ἑκ. 1266, Ἀνδρ. 1003· θυμῷ μετάστασιν διδόναι, ἐπιτρέπειν μεταβολὴν ἢ τροπὴν τῇ ὀργῇ, Σοφ. Ἀντ. 718· τῶν φρενῶν μ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 41. 3) μεταβολὴ πολιτικοῦ συστήματος, ἀνατροπή, ἐπανάστασις, ἐκ στάσεως μετάστασις Θουκ. 4. 74, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 856C· ἐν Ἀθήναις ἰδίως ἡ στάσις ἡ γενομένη τῷ 411 π. Χ., Λυσ. 184. 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 déplacement, éloignement ; exil;
2 changement, particul. changement de gouvernement, révolution.
Étymologie: μεθίστημι.