νῶροψ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
οπος, ὁ, ἡ, Ep. epith. of χαλκός,
A flashing, Il.2.578, al. ; later, simply, bright, ν. πέπλῳ Nonn.D.32.14.
German (Pape)
[Seite 273] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, λαμπρός (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie ὀξύφωνος, ἔνηχος, von ὄψ, weniger wahrscheinlich.
Greek (Liddell-Scott)
νῶροψ: -οπος, ὁ, ἡ, συχν. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, στιλπνός, λαμπρός, ἐξαστράπτων χαλκός, Ἰλ. Β. 578, κτλ. (Κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ ὥστε νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. ἦνοψ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νῶροψ· λαμπρός. ὀξύφωνος. ἔνηχος. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ, ἡ)
dans les loc. νώροπι χαλκῷ et νώροπα χαλκόν IL, OD airain éblouissant, propr. dont on ne peut supporter la vue.
Étymologie: νη-, ὁράω, ὤψ.