πάλαι
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A long ago, π. οὔ τι νέον γε Il.9.527; π. κοὐ νεωστί S. El.1049; π. πολλὰ ἤδη ἔτη Pl.Ap.18b; π. ποτέ once upon a time, Ar. Pl.1002, Pl.Criti.110a: freq. with pres. of an act lasting to the pres., ὁρῶ . . π. I have long seen, S.Aj.5; ἰχνεύω π. ib.20, cf. Ph.589, Pl. Men.91a, Ar.Pl.257, etc.; but, π. ποτ' ὄντες ye who were long ago, Id.V.1060: also with pf., τέθνηχ' ὑμῖν π. S.Ph.1030, cf. A.Pr.998, Ar.Nu.556: with impf. of an act lasting to a past time, ἔχεν π. had long been holding it, Il.23.871, cf. Eup.11; ἔχεις π. ὧν ἐπεθύμεις Theoc.10.17: with Art., τὸ π. Hdt.1.5, 7.74,95,142, Th.1.5, etc.; ἀπὸ π. BGU1036.24 (ii A. D.). 2 like an Adj. with Art. and Noun, οἱ π. φῶτες men of old, Pi.I.2.1; Κάδμου τοῦ π. νέα τροφή S.OT1; τοῦ πρόσθε Κάδμου τοῦ π. τ' Ἀγήνορος ib.268; τὰ καινὰ τοῖς π. τεκμαίρεται ib.916, cf. Tr.1165, El.1490, etc.; τὰ π. D.19.276 (nisi leg. παλαί') ; οἱ π. the ancients, opp. οἱ νῦν, Arist.Metaph.1069a29. II before, opp. the present, sts. of time just past, ἠμὲν π. ἠδ' ἔτι καὶ νῦν Il.9.105, cf. S.Ant.181: hence, not long ago, just now, like ἄρτι, οἱ π. λόγοι A.Pr.845; ὁ π. λόγος the reason just given, Arist.Pol.1282a15, cf. 1282b7; π. σοὶ ἔλεγον X.Oec.19.17, cf. 18.10; but opp. ἄρτι, Pl. Tht.142a.
German (Pape)
[Seite 444] längst, vor alter Zeit, ehemals, übh. die Vergangenheit im Ggstze zur Gegenwart bezeichnend, auch wenn jene die allernächste ist, obwohl die Beziehung auf die entferntere häufiger ist (vgl. Valcken. Hipp. 1085 Wolf Plat. Conv. 20, 2); ἤ τευ σῆμα βροτοῖο πάλαι κατατεθνειῶτος, Il. 23, 331; οἷον ἐγὼ νοέω ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν, 9, 105; Ggstz von νέον, ib. 527; Pind. oft auch mit dem Artikel, οἱ πάλαι φῶτες, I. 2, 1, vgl. P. 6, 40; ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβασίλευται, schon längst, Aesch. Prom. 1000; κακῶν τῶν πάλαι πεπραγμένων, vor Alters, Ag. 1158; ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος, die alten, früheren Reden, Prom. 847; οὐδέν εἰμι καὶ τέθνηχ' ὑμῖν πάλαι, Soph. Phil. 1018, ich bin schon längst todt, u. so öfter mit dem perf. auch bei Andern; τὸν ἤδη Λάϊον πάλαι νεκρόν, O. R. 1245; σκοπῶ κἀγὼ πάλαι, Phil. 585; Νέσσος πάλαι, einst, ἐξέπεισέ νιν, Trach. 1131; δεσπόταις τοῖς πάλαι, El. 754; πατέρες οἱ πάλαι, Eur. Or. 511, wie ἔστιν ἡ πάλαι γυνή ib. 129: wie auch andere Zeitadverbia mit dem Artikel, τὸ πάλαι, einst, ehemals, vor Alters, Her. 1, 5. 4, 180; πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή, Plat. Phaedr. 251 b; πάλαι λέγομεν, Phaed. 79 c; Ggstz von ἄρτι, Theaet. 142 a; τὰ νῦν, Soph. 2391,; und so καὶ τῶν νῦν εἰσιν καὶ τῶν πάλαι, Prot. 342 e, vgl. περὶ τῶν πάλαι γεγονότων καὶ τῶν νῦν ὄντων ποιητῶν, Tim. 19 d; Folgde; τοὺς ἀνθρώπους μοι τοὺς πάλαι δεῖξον, Luc. Mort. D. 20, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πάλαι: [ᾰ], Ἐπίρρ. πρὸ πολλοῦ χρόνου, κατὰ τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ πολλοῦ, πάλαι, οὔτι νέον γε Ἰλ. Ι. 527· π., κοὐ νεωστὶ Σοφ. Ἠλ. 1049· πάλαι ποτέ, «μιὰ φορὰ κ’ ἕναν καιρό», Ἀριστοφ. Πλ. 1002, Πλάτ. Κριτί. 110Α· συχν. ἐν χρήσει μετ’ ἑνεστ. ἐπὶ τῆς σημασίας πρκμ., ὁρῶ.. πάλαι, Λατιν. dudum video, ἀπὸ πολλοῦ ἔχω ἰδεῖ, Σοφ. Αἴ. 3· ἰχνεύω πάλαι αὐτόθι 20, πρβλ. Φιλ. 589, Πλάτ. Μένων 91Α, κλ.· πάλαι ποτ’ ὄντες, σεῖς οἱ πρὸ πολλοῦ ὑπάρξαντες, Ἀριστοφ. Σφ. 1060, πρβλ. Πλ. 257· - ἀλλὰ καὶ μετὰ πρκμ., Σοφ. Φιλ. 1030, Αἰσχύλ. Πρ. 998 μετὰ παρατ. ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερσυντ., ἔχεν πάλαι, ἐν χερσὶν εἶχε πρὸ πολλοῦ, Ἰλ. Ψ. 871, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Αἰξὶν» 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 17· - ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ πάλαι Ἡρόδ. 1. 5., 7. 74, 95, 142, Θουκ. 1. 5, κτλ. 2) τὸ πάλαι συχνάκις κεῖται ὡς ἐπίθετον μετὰ τοῦ ἄρθρου καὶ οὐσιαστ., οἱ πάλαι φῶτες, οἱ παλαιοὶ ἄνθρωποι, Πινδ. Ι. 2. 1· Κάδμου τοῦ π. νέα τροφὴ Σοφ. Ο. Τ. 1· τοῦ πρόσθε Κάδμου τοῦ πάλαι τ’ Ἀγήνορος αὐτόθι 268· τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται αὐτόθι 916, πρβλ. Τρ. 1165, Ἠλ. 1490, κτλ.· τὰ πάλαι Δημ. 429. 22· ὁπ. λόγος, τὸ πρότερον ἐπιχείρημα, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 14, πρβλ. 20· οἱ πάλαι, οἱ παλαιοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ νῦν, αὐτόθι 2. 7, 6, κ. ἀλλ. Πρβλ. πρόπαλαι. ΙΙ. πρότερον, πρωτήτερα, ἐπὶ χρόνου μόλις παρελθόντος, κατ’ ἀντίθεσειν πρὸς τὸ παρόν, ἠμὲν πάλαι ἠδ’ ἔτι καὶ νῦν Ἰλ. Ι. 105, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 181· ἐντεῦθεν τὸ πάλαι καταντᾷ νὰ σημαίνῃ οὐχὶ πρὸ πολλοῦ, μόλις τώρα, πρὸ μικροῦ, σχεδὸν ὡς τὸ ἄρτι, Αἰσχύλ. Πρ. 845, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β, Ξεν. Οἰκ. 18, 10· ἀλλ’ ἀντίθετον τῷ ἄρτι Πλάτ. Θεαίτ. 142Α. Πρβλ. παλαιός.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 depuis longtemps, autrefois, jadis ; τὸ πάλαι HDT, ATT m. sign. ; οἱ πάλαι LUC les hommes d’autrefois, les anciens;
2 avant le temps d’aujourd’hui ; il n’y a pas longtemps, récemment, dernièrement, c. ἄρτι.
Étymologie: DELG pas d’étym. incontestable.