πατριώτης

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατριώτης Medium diacritics: πατριώτης Low diacritics: πατριώτης Capitals: ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ
Transliteration A: patriṓtēs Transliteration B: patriōtēs Transliteration C: patriotis Beta Code: patriw/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -τας, ὁ, voc.

   A -ῶτα Nico 1 : (πάτριος) :—fellow-countryman : prop. of barbarians who had only a common πατρίς, πολῖται being used of Greeks who had a common πόλις, Poll. 3.54, Hsch., Phot.: hence μήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν Pl.Lg.777c ; τοῖσι Λυκούργου π., Lycurgus being satirized as an Egyptian, Pherecr. 11, cf. Alex. 326 ; also ἵπποι π., = ἐγχώριοι, X.Cyr.2.2.26 : metaph., of Mt. Cithaeron, π. Οἰδίπου S.OT 1091 (lyr.); π. θεός, of Dionysus, Plu.2.671c ; π. ἐστί μοι.—Ans. ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν Luc.Sol.5 ; cf. πατριῶτις.    II later, = πολίτης, Iamb. VP5.21.    III member of a πατριά 11.1, IG4.757B12 (Troezen), Michel 995 B 4 (Delph., v B. C.).

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, der aus dem nämlichen Lande ist, Landsmann, auch der in demselben Lande wohnt; ursprünglich aber ward das Wort nur von Sclaven und von Thieren gebraucht, z. B. ἵπποι πατριῶται, Xen. Cyr. 2, 2, 26; vgl. Ath. XI, 487 c; D. C. 40, 9; u. übertr. von leblosen Dingen, wie Soph. O. R. 1091 den Berg Kithäron den πατριώτης des Oedipus nennt; nach Poll. 3, 54 ist es bei den Barbaren = Mitbürger, dem πολίτης der freien Griechen entsprechend, vgl. Luc. soloec. 5 u. B. A. 113, wo es aus Alexis angeführt wird, u. Pherecr. bei Schol. Ar. Av. 1296; so auch Plat. μήτε πατριώτας ἀλλήλοις εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν, Legg. VI, 777 d, u. so bei Sp.; Plut. Symp. 4, 6, 1 nennt den Dionysus seinen πατριώτης θεός; u. bei Iambl. v. Pyth. 52 sind πατριῶται wirklich Mitbürger.

Greek (Liddell-Scott)

πατριώτης: -ου, ὁ, κλητικ. -ῶτα Νίκων ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· (πάτριος)· - ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν πατρίδα, συμπατριώτης· κυρίως τὸ πατριώτης ἐλέγετο ἐπὶ τῶν βαρβάρων οἵτινες εἶχον μόνον κοινὴν πατρίδα, ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ἐκαλοῦντο καθ’ ἑαυτοὺς πολῖται ὡς ἔχοντες κοινὴν πόλιν (ἤτοι ἐλευθέραν πόλιν), Πολυδ. Γ΄, 54, Ἡσυχ., Φώτ· ἐντεῦθεν: μήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τούς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν (διότι παρὰ τοῖς βαρβάροις πάντα δοῦλα πλὴν ἑνός) Πλάτ. Νόμ. 777C τοῖσι Λυκούργου πατριώταις, «φαίνονται τὸν Λυκοῦργον Αἰγύπτιον εἶναι νομίζοντες ἢ τὸ γένος ἢ τοὺς τρόπους» (Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1294), Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 5, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν Ἀδηλ. 74: ἐντεῦθεν ὁ Ξενοφ. λέγει ἵπποι πατριῶται = ἐγχώριοι, Κύρ. 2. 2. 26· καὶ κατὰ μεταφορ. ὁ Σοφ. καλεῖ τὸν Κιθαιρῶνα πατριώτην τοῦ Οἰδίποδος, Ο. Τ. 1091· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, τὸν πατριώτην Θεόν,. μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον Πλούτ. 2. 671C· π. ἐστί μοι. - Ἀπόκρ. ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὢν Λουκ. Σολοικ. 5·

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui est du même pays, qui est du pays, indigène;
2 c. πολίτης chez les Barbares.
Étymologie: πατριά.