τετραλογία
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ἡ, (λόγος)
A a group of four Platonic dialogues, Thrasyll. ap. D.L.3.57, cf. 9.45. II a group or series of four dramas, three Tragedies and one Satyric play (or sts. four Tragedies), Arist.Fr.619, D.L.3.56.
German (Pape)
[Seite 1098] ἡ, vier dramatische Gedichte, drei Tragödien und ein Satyrspiel, mit denen die achenischen Tragiker an dem Dionysosfeste zum dichterischen Wettkampfe auftraten, bis Sophokles auch den Wettkampf mit einzelnen Tragödien einführte; D. L. 3, 35; Schol. Ar. Ran. 1155.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰλογία: ἡ, (λόγος) σειρὰ ἢ σύστημα τεσσάρων δραμάτων, τριῶν Τραγικῶν καὶ ἑνὸς Σατυρικοῦ (ἢ ἐνίοτε τεσσάρων Τραγῳδιῶν), ἐδιδάσκοντο δὲ ὁμοῦ ἀπὸ τῆς ἐν Ἀθήναις σκηνῆς ἐν δραματικῷ ἀγῶνι πρὸς ἀπόκτησιν τοῦ βραβείου κατὰ τὰς ἑορτὰς τοῦ Διονύσου· ἄνευ τοῦ Σατυρικοῦ δράματος αἱ τρεῖς Τραγῳδίαι ἐκαλοῦντο τριλογία, ὡς εἶναι ἡ Ὀρέστεια τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 576, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1124 (1155D), Διογ. Λ. 3. 61· - ἴδε W. Christ. Ἱστ. Ἑλλ. Λογοτ. μετάφρ. Κώνστα τ. 1, σ. 363, 426, κλπ., Welcker Aeschyl. Trilogie· - οὕτως ἐπὶ συστήματος τεσσάρων ὁμοῦ Πλατωνικῶν διαλόγων, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 56, πρβλ. 9. 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tétralogie, regroupement de quatre œuvres litt.
Étymologie: τέσσαρες, λόγος.