στεφανηφόρος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
(parox.), ον,
A wearing a crown or wreath, θίασοι E.Ba.531 (lyr.); χοροί prob. in B.18.51; ἵπποι Theoc. 16.47; σ. ἀγών,= στεφανίτης, a contest in which the prize was a crown, Hdt.5.102, And.4.2; hence Ἀλφειέ, Διὸς σ. ὕδωρ AP9.362; σ. ὧραι Scol.3; νίκη APl.4.62. II στεφανηφόρος, ὁ, title of certain magistrates in Greek states who had the right of wearing crowns when in office, as the Archons at Athens, σ. ἀρχή Aeschin.1.19; compared with the Roman flamen by D.H.2.64, cf. Ath.5.215b, 12.533e; freq. in Inscrr., Φοίβου σ. ἱρεύς IG14.1020 (Rome), cf. CIG 2671, al. (Iasus), SIG169.2, al. (ibid., iv B.C.), OGI213.35 (Milet., iv/iii B.C.), al.; and of women, IG12(8).526.7 (Thasos); ὁ ἄρχων τὴν σ. ἀρχήν ib. 12(5).821.6 (Tenos, ii B.C.); στεφανηφόρος Κλεοπάτρας θεᾶς PRein.10.6 (ii B.C.); σ. ἐξηγητεία PRyl.77.34 (ii A.D.). III δραχμαὶ Στεφανηφόρου, i.e. officially minted, the Athenian mint being attached to a temple of the hero Σ., IG22.1013.31, 1028.30 (ii B.C.), cf. Antipho Frr.36, 44: also δραχμὰς στεφανηφόρους with a wreath on the reverse, JHS54.142 (Delos, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 939] einen Kranz tragend; θίασοι, Eur. Bacch. 521; ἀγών, in welchem der Sieger einen Kranz davonträgt, Her. 5, 102, wie Andoc. 4, 2; ἦρος, Anacr. 53, 1, a. sp. D.; – ἀρχὴ στ., von den neun Archonten, Aesch. 1, 19. – Eine obrigkeitliche Person in den griechischen Städten, mit dem röm. flamen verglichen von D. Hal. 2, 74.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηφόρος: -ον, ὁ φορῶν στέμμα ἢ στέφανον, θίασος Εὐρ. Βάκχ. 531· ἵπποι Θεόκρ. 16. 47· στ. ἀγὼν = στεφανίτης, καθ’ ὃν ὡς βραβεῖον ἐδίδετο στέφανος, Ἡρόδ. 5. 102, Ἀνδοκ. 29. 11· ὅθεν, Ἀλφειέ, Διὸς στ. ὕδωρ Ἀνθ. Π. 9. 362· στ. ὧραι Σχολ. παρ’ Ἀθην. 694C· νίκη Ἀνθ. Πλαν. 62. ΙΙ. στεφανηφόρος, ὁ, ἐπώνυμον ἀρχόντων τινῶν ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἵτινες εἶχον τὸ δικαίωμα νὰ φορῶσι στέφανον ἐν ὅσῳ ἦσαν ἐν ἀξιώματι, ὡς οἱ ἄρχοντες ἐν Ἀθήναι, Αἰσχίν. 3. 33· οὗτοι παραβάλλονται πρὸς τοὺς παρὰ Ρωμαίοις flamines ὑπὸ Διον. τοῦ Ἁλ. 2. 64, πρβλ. Ἀθήν. 215Β, 533D· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, Φοίβου στ. ἰρεὺς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 823, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2671-73, -74, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ γυναικῶν, αὐτόθι 2162., 2331. 2· ὁ ἄρχων τὴν στ. ἀρχὴν αὐτόθι 2330. 6., -32, -33, κ. ἀλλ.· δραχμαὶ τοῦ στ., δηλ. μόλις ἐκκοπεῖσαι, Lenormant Monn. Ant. 2. 238.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte une couronne;
2 où l’on porte des couronnes ; στεφανηφόρος ἀρχή ESCHN la magistrature aux couronnes, càd l’archontat.
Étymologie: στεφάνη, φέρω.