χέρνιψ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ἡ, used by Hom. (only in Od., v. infr.) always in acc. χέρνιβα; later in nom., A.Eu.656; gen.
A χέρνιβος S.Fr.1127.7, Ar. Lys.1129, Lys.6.52, D.20.158; dat. χέρνιβι Ar.Av.897 (lyr.), Th.4.97; pl., freq. in Trag. (v. infr. 2); poet. dat. χερνίβεσσιν Simon.44: (χείρ, νίζω):—water for washing the hands, before meals, Od.1.136, 3.440, 4.52, etc.: esp. of holy water used before sacrifices, 3.445, Ar.Av.850, Lys.1129; ὕδωρ, ὃ ἦν ἄψαυστον σφίσι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Th. l.c., εἴργεσθαι χέρνιβος D. l.c. 2 freq. in pl. χέρνιβες, purifications with holy water, Simon.45, E.Or.1602 Ph.662 (lyr.), etc.; χέρνιβας νέμειν allow the use of holy water, S.OT240; κοινωνὸς χερνίβων a partaker therein, i.e. an inmate of the same house or companion at table, A.Ag.1037; εἰς ἱέρ' εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον D.22.78, cf. E.IA675, 1479 (lyr.), IT58, 244, 335; προχύτας χέρνιβάς τ' ἐνάρξεται Id.IA 955; used before entering the house after a funeral, Id.Alc.100 (lyr., sg.). 3 rarely of libations to the dead, A.Ch.129. (On the accent v. Hdn.Gr.1.246.)
German (Pape)
[Seite 1350] ιβος, ἡ, das Handwaschwasser, Weihwasser, mit dem man sich vor der Mahlzeit (vgl. Ath. IX, 408), oder vor Verrichtung eines Opfers oder sonst eines religiösen Gebrauchs die Hände wusch; Hom. immer im acc. sing., oft in dem Verse χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα – ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, νίψασθαι; auch χέρνιβα κατήρχετο, Od. 3, 445, das Händewaschen beginnen; αὐτοῦ τὴν χέρνιβα παύσεις Eupolis bei Ath. IX, 409 b; χέασα τάσδε χέρνιβας βροτοῖς Aesch. Ch. 127; sonst kommt vom sing. der dat. χέρνιβι bei Ar. Av. 894 vor, wie Thuc. ὕδωρ, ὃ ἦν ἄψαυστον σφίσι πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι 4, 97; u. der gen., ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys. 6, 52, wo es im Tempel geschieht, wie μιᾶς ἐκ χέρνιβος βωμοὺς περιῤῥαίνοντες Ar. Lys. 1129. – Im plur. ist εἴργειν τινὰ χερνίβων ein in Athen geläufiger Ausdruck, welcher das Ausschließen der mit Blutschuld Behafteten von der Theilnahme an religiösen Gebräuchen und Opfern bezeichnet; Dem. Lpt. 158; εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον 24, 186; was auch zu χέρνιβον gezogen werden könnte; doch spricht für die Beziehung auf χέρνιψ »χέρνιβας νέμειν«, den Gebrauch des Weihwassers gestatten, Soph. O. R. 240; εὖ γ' οὖν θίγοις ἂν χερνίβων Eur. Or. 1602; χερνίβων ἑστήξῃ πέλας I. A. 675, u. öfter in diesem Stück, u. I. T.; χερνίβων κοινωνός, Haus- od. Tischgenosse, Aesch. Ag. 1007. – Das Weihwasser stand an der Thür, und man reinigte sich damit auch nach Leichenbestattungen, ehe man ins Haus trat, vgl. Eur. Alc. 100 οὐχ ὁρῶ πηγαῖον χέρνιβ' ἐπὶ φθιτῶν πύλαις. – [Ueber die Accentuation χερνίβος, χερνίβα spricht schon Ath. IX, 409 b, der sie verwirft.]
Greek (Liddell-Scott)
χέρνιψ: ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀεὶ ἐν τῇ Ὀδ.) μόνον κατ’ αἰτιατ. χέρνιβα, ἥτις παρέμεινεν ὡς ἡ κοινοτάτη ἐν χρήσει πτῶσις τοῦ ἑνικοῦ· ἀλλ’ ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· γεν. χέρνιβος ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Λυσ. 1129, Λυσίᾳ 108. 1· δοτ. χέρνιβι ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 897, Θουκ. 4. 97· πληθ., συχν. παρὰ Τραγικ.· ποιητικ. δοτικ. χερνίβεσσιν Σιμωνίδ. 54· (χείρ, νίζω). Ὕδωρ δι’ οὗ ἔνιπτον τὰς χεῖρας πρὸ τοῦ φαγητοῦ, Ὀδ. Α. 136, Γ. 440, Δ. 52, Η. 172, κλπ.· ἢ πρὸ θυσιῶν καὶ ἄλλων θρησκευτικῶν τελετῶν, ὅθεν καὶ ἐνομίζετο ἅγιον, Γ. 445 (ἴδε κατάρχω ΙΙ. 2), Ἀριστοφ. Ὄρν. 850, Λυσ. 1129· ὕδωρ, ὃ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀγγεῖα πλήρη τοιούτου ὕδατος ἔκειντο κατὰ τὰς εἰσόδους τῶν ναῶν ἢ τῶν οἰκιῶν πρὸς χρῆσιν τῶν εἰσερχομένων, ἴδε ἐν λέξ. χερνίπτομαι, καὶ αὐτόθι τὸ ἐκ τοῦ Λυσίου χωρίον. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ. χέρνιβες, ἁγνισμοὶ δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, Λατ. malluviae, καὶ πολλάκις σχεδὸν ὡς τὸ ἑνικ., Εὐρ. Ὀρ. 1602, Φοίν. 662, κλπ.· εἴργεσθαι χερνίβων (ἔνθα ὅμως τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα φέρουσι χέρνιβος), ἀποκλείεσθαι ἐκ τῆς χρήσεως αὐτῶν, ὡς οἱ μολυνθέντες ἐξ αἱματοχυσίας, Δημ. 504. 14· χέρνιβας νέμειν, ἐπιτρέπειν τὴν χρῆσιν αὐτῶν, Σοφ. Ο. Τ. 240· χερνίβων κοινωνός, μέτοχος αὐτῶν, δηλ. κάτοικος τῆς αὐτῆς οἰκίας, σύνοικος καὶ ὁμοτράπεζος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037· εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψάμενον Δημ. 618. 7, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 675, 1479, 1513, Ι. Τ. 58, 245, 335· χέρνιβας ἐνάρχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 955. - Μετὰ τὴν κηδείαν οὐδεὶς εἰσήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν ἂν μὴ πρῶτον ἐξηγνίζετο διὰ τῆς χέρνιβος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 100. 3) σπανίως ἐπὶ σπονδῶν εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Αἰσχύλ. Χο. 129, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 435. (Ὁ τονισμὸς χίρνιβος, χέρνιβα, κτλ. βεβαιοῦται ἐκ τῆς ἀναλογίας ἄλλων συνθέτων ληγόντων εἰς ψ, ἴδε Ἀθήν. 409Β· εἰ καὶ ὁ Σουΐδ. καὶ ἕτεροι ἔγραφον χερνίβος, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιβος (ἡ) :
eau pour se laver les mains avant le repas, ou avant un sacrifice ou une cérémonie religieuse ; χέρνιβας νέμειν SOPH permettre la participation aux sacrifices ; χερνίβων κοινωνός ESCHL qui est en communauté d’ablutions, càd commensal, hôte ou parent.
Étymologie: χείρ, νίπτω.