Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠφελέω

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφελέω Medium diacritics: ὠφελέω Low diacritics: ωφελέω Capitals: ΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: ōpheléō Transliteration B: ōpheleō Transliteration C: ofeleo Beta Code: w)fele/w

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω Ar.Av.358, etc.: aor. ὠφέλησα Hdt.3.127, etc.: pf. -ηκα Hp. Acut.44, Pl.Grg.511e, etc.: plpf. ὠφελήκη Id.Ap.31d:—Pass., fut. ὠφεληθήσομαι And.2.22, Is.10.16, Hp.Int.35, X.Cyr.3.2.20; more freq. fut. Med. in pass. sense, ὠφελήσομαι Th.6.18, 7.67, Pl.R. 343c, X.Mem.1.6.14, v.l. in Lys.19.61: aor. ὠφελήθην Th.2.39, 5.90, etc.: pf. ὠφέλημαι A.Pr.222, Pl.Grg.512a, etc.: plpf. ὠφέλητο Th.6.60: (ὄφελος):—help, aid, succour, first in Hdt. (v. infr.); opp. βλάπτω, Th.6.14, Pl.Phd.107d; opp. ζημιόω, Isoc.6.5.—Construction:    I abs., to be of use or service, τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα A.Pr.44, cf. S.Fr.196, E.IA348(troch.), X.Oec.1.9; οὐδὲν ὠφελεῖ Th.2.87; τὸ πολλάκις ὠφελοῦν Isoc.8.35.    2 c. acc. pers., to be of service to, benefit, Hdt.2.95, A.Pr.507; τὰς ψυχὰς ὠ. διδάσκοντες X.Cyr.2.3.23; ὠ. τινα ἔς τι to be of use to one towards a thing, Th. 4.75; τί δέ μ' ὠφελήσουσ' οἱ ῥυθμοὶ πρὸς τἄλφιτα; how will rhythms help me to earn my bread? Ar.Nu.648: abs., ἐπὶ τοῖς δεινοῖσιν E.Fr. 84; διὰ τῶν ὤτων Plu.2.38c, cf. 145b: c. part., αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον E.Hipp.970.    b esp. of a general, enrich his soldiers by booty, Plu.Aem.29; τοὺς στρατιώτας ὠφεληκὼς ἀπὸ τῶν στρατειῶν Id.Caes.12; cf. ὠφέλεια 11.3.    3 in Poets also (v. Thom.Mag.p.408R.) c. dat. pers., A.Pr.342, Pers.842, S.Ant.560, E.Or.666, 681, Heracl.681, Ar.Av.421 (lyr.); also in Antipho 6.38, and v.l. in Th. 5.23; the compds. προσωφελέω, ἐπωφελέω, συνωφελέω also take both constructions.    4 c. gen., dub. in οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν S.OC436 (fort. leg. ἔρωτ' ἐς τόνδ').    5 c. acc. cogn., ὠφελίαν ὠ. τινα to render him a service, Pl.R.519e, cf. Euthd.275e; ὠφελίαν κοινῇ -οῦνται πάντες οἱ δημιουργοί Id.R.346c: with a neut. Adj., οὐδέν τινα ὠ. to do one no service, Hdt.3.126, E.Alc.875 (lyr.); πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα ὠ. τινα, Isoc.3.30, E.Andr.679, 681, Th. 6.14.    II Pass., receive help or succour, derive profit or advantage, πρός τινος from a person or thing, Hdt.2.68; ἔκ τινος A.Pr.222, Antipho 3.2.3; ἀπό τινος Th.3.64, X.Oec.1.15, cf. Gorg.Pal.10; ὑπό or παρά τινος, Pl.Grg.512a, Amat.132d; ὠ. τοῦ νόμου to derive benefit from... Antipho 5.17(dub. l.); τινι by a thing, Th.3.67; διά τι ib.13; παρ' ἐμοῦ ὠφελεῖσθαι to make something out of me, Antipho 2.2.13; ἐκ τῶν ὑμετέρων help the mselves, Lys.27.7: esp. of troops, acquire booty, πολλὰ παρὰ τὴν στρατείαν ὠ. Plu.Cat.Ma.10; ὠ. δι' ἁρπαγῆς Id.Marc. 19; ὠφελεῖσθαι πρός τι acquire advantage towards a thing, X.Cyn. 5.27: c. part., ὠφελεῖσθαι ἰδών to be profited by the sight of a thing, Th.2.39: c. adj. neut., οὐδὲν ὠφελουμένη S.Ant.550: πολλὰ ὠφελεῖσθαι οὐδὲν πονοῦντες X.Cyr.3.2.20.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφελέω: μέλλ. -ήσω, ἀόρ. ὠφέλησα, πρκμ. -ηκα, Εὐρ., κλπ.· ὑπερσ. ὠφελήκη Πλάτ. Ἀπολ. 31D. -Παθ., μέλλ. ὠφεληθήσομαι Ἀνδοκ. 22. 26, Ἰσαῖος 81. 22, Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 2, 20· συνηθέστερον, μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασίας, ὠφελήσομαι Θουκ. 2. 39., 7. 67, κτλ.· - πρκμ. ὠφέλημαι Αἰσχύλου Πρ. 222, Πλάτ.· - ὑπερσ. ὠφέλητο Θουκ. 6. 60 (ὄφελος). Βοηθῶ, ὑποστηρίζω, συντρέχω, εἶμαι ἢ δείκνυμαι χρήσιμοςὠφέλιμος εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ.· ἀντίθετον τῷ βλάπτω, Θουκ. 6. 14, Πλάτ. Φαίδων 107D· τῷ ζημιόω, Ἰσοκρ. 117Β- Συντακτικῶς τίθεται, 1) ἀπολ., εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, ὠφελῶ, τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα Αἰσχύλ. Πρ. 44, Σοφ. Ἀποσπ. 205, πρβλ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 348, Ξεν. Οἰκ. 1, 9· οὐδὲν ὠφελεῖ Θουκ. 2. 87 τὸ πολλάκις ὠφελοῦν Ἰσοκρ. 166Β. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ Λατινικ. juvare, εἶμαι ὠφέλιμος εἴς τινα, ὠφελῶ αὐτόν, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Πρ. 507· τὰς ψυχὰς ὠφ. διδάσκοντες Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 3, 23, πρβλ. Πλούτ. 2. 145Β· ὠφελῶ τινα ἔς τι, ὠφελῶ τινα εἴς τι πρᾶγμα, Θουκ. 4. 75· ἐπὶ τοῖς δεινοῖσιν Εὐριπ. Ἀποσπ. 85· διὰ τῶν ὤτων Πλούτ. 2. 38C· μετὰ μετοχ., αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον Εὐρ. Ἱππόλυτ. 970. 3) παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως (ἴδε Θωμᾶν Μάγιστρον 935) μετὰ δοτ. προσ., ὡς τὸ Λατ. prodesse, Αἰσχύλ. Πρ. 342, Σοφ. Ἀντιγ. 560, Εὐρ. Ὀρ. 665, 680, Ἡρακλ. 681, Ἀριστοφ. Ὄρν. 420· ἀλλ’ ὅμως εὕρηται παρὰ τῷ Ἀντιφῶντι 146. 1, καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 5. 23· τὰ συνθετα προσωφελέω, ἐπωφελέω, συνωφελέω ὡσαύτως συντάσσονται κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. 4) ἰδιάζουσά τις σύνταξις μετὰ γεν. ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Κ. 436, οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, ἔνθα τὸ ὠφελῶν, δύναται νὰ ἀναλυθῇ εἰς τὸ ὠφέλειαν παρέχων, δίδων βοήθειαν πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν ταύτην, ἀλλ’ ὁ Jebb παραδέχεται τὴν εὔστοχον διόρθωσιν τοῦ Παπαγεωργίου: οὐδεὶς ἔρωτ’ ἐς τόνδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, ἴδε τὴν σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 5) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὠφέλειαν ὠφ. τινα, παρέχειν ὠφέλειαν, ὑπηρεσίαν, Πλάτ. Πολ. 519Ε, πρβλ. 346C, Εὐθύδ. 275Ε· οὕτω μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, οὐδέν τινα ὠφ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν παρέχειν εἴς τινα, Ἡρόδ. 3. 126, Εὐριπ. Ἄλκ. 875· πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα ὠφ. τινα Ἰσοκρ. 33Α, Εὐρ. Ἀνδρ. 679, 681, Θουκ. 6. 14. ΙΙ. Παθ., βοηθοῦμαι, λαμβάνω βοήθειαν, ἐπικουρίαν, συνδρομήν, λαμβάνω κέρδος ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, πρός τινος, παρά τινος προσώπου ἢ πράγματος, Ἡρόδ. 2. 68· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Προμ. 222, Ἀντιφῶν 121. 31· ἀπό τινος Θουκ. 3. 64, Ξεν. Οἰκ. 1. 15· ὑπό ἢ παρά τινος Πλάτ. Γοργ. 512Α, Ἀντεραστ. 132D· ὠφ. τοῦ νόμου, λαμβάνω ὠφέλειαν ἐκ τοῦ νόμου, Ἀντιφῶν 131. 28· τινι, διά τινος πράγματ., Θουκ. 3. 67· διά τι ὁ αὐτ. 3. 13 ὠφελεῖσθαι παρ’ ἐμοῦ, λαμβάνειν ὠφέλειάν τινα, κέρδος τι παρ’ ἐμοῦ, Ἀντιφῶν 117. 37· ἐξ ὑμετέρων Λυσί. 178. 21· ὠφελεῖσθαι πρός τι Ξεν. Κυν. 5, 27 ὡσαύτως μετὰ μετοχῆς, ὠφελεῖσθαι ἰδών, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς ὄψεως πράγματός τινος, Θουκ. 2. 39· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτου, οὐδὲν ὠφελουμένη Σοφ. Ἀντ. 550· πολλὰ ὠφελεῖσθαι οὐδὲν πονοῦντας Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 115.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὠφέλουν, f. ὠφελήσω, ao. ὠφέλησα, pf. ὠφέληκα;
Pass. f. ὠφεληθήσομαι, ao. ὠφελήθην, pf. ὠφέλημαι, pqp. ὠφελήμην;
secourir, assister, aider ; être utile : τινά, rar. τινί, à qqn ; τι, en qch ; ὠφ. τινά τι, être utile à qqn en qch ; οὐδέν τινα, n’être utile en rien à qqn ; au part. prés. employé subst. : οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν SOPH nul n’apparaissait pour m’aider à satisfaire ce désir;
Pass. (f. ὠφεληθήσομαι ou ὠφελήσομαι) être aidé, assisté, secouru : πρός τινος, παρά τινος, par qqn ; ἔκ τινος, tirer parti de qqn ou de qch, retirer un profit ou un avantage de qch ; avec un part. : ὠφελοῦμαι ἰδών THC je profite de ce que j’ai vu ; avec un adj. ou un pron. neutre : μεγάλα ὠφελεῖσθαι PLUT retirer de grands avantages ; οὐδὲν ὠφελεῖσθαι SOPH ne retirer aucun avantage ; en mauv. part δι’ ἁρπαγῆς ὠφελεῖσθαι PLUT s’enrichir par le pillage.
Étymologie: ὄφελος.