κατερείπω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
A throw or cast down, Ἴλιον κατερεῖψαι Pi.Pae. 8.33; κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orac. ap. Hdt.7.140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Str.6.1.6, cf. Max.Tyr.1.3: metaph., κ. τινά ruin, corrupt him, Plu.Sol.6:—Pass., fall in ruins, of Troy, E.Hec.477 (lyr.); [τὸ τεῖχος] κατερήρειπτο Hdn.8.2.4 codd.; κατερηρειμμένα IG 5(1).538.22 (Sparta); κατηριμμένα ib.12(5).1097.11 (Ceos, ii A.D.), 12(3).324.17(Thera, ii A.D.). II intr. in aor. 2, fall down, fall prostrate, [ὑπὸ ποταμοῦ] ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν Il.5.92; κ. ἐς μέλαν ὕδωρ Theoc.13.49: pf., τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Il.14.55.
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ἐρείπω), niederwerfen, niederreißen; ἃ (πόλις) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ τεῖχος κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., τεῖχος κατερήριπεν Il. 14, 55.
Greek (Liddell-Scott)
κατερείπω: μέλλ. -ψω, καταρρίπτω, κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259˙ κ. τινί, διαφθείρω, Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., καταπίπτω εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, Τροία κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477˙ τὸ τεῖχος κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2˙ κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22˙ κατηρειμμένα αὐτόθι (προσθῆκαι) 2349d, 2454˙ κατηρείφθη τεῖχος Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, καταπίπτω, κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49˙ οὕτως ἐν τῷ πρκμ. τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
French (Bailly abrégé)
ao. κατήρειψα, pf. Pass. κατερήρειμμαι;
1 tr. renverser de fond en comble, détruire ; fig. corrompre;
2 intr. (à l’ao.2 κατήριπον et au pf. κατερήριπα) tomber, s’abattre.
Étymologie: κατά, ἐρείπω.
English (Autenrieth)
aor. κατήριπεν, perf. κατερήριπεν: aor. and perf., intr., fall down, be prostrated, fig., ‘fall away,’ ‘come to nought,’ Il. 5.92. (Il.)