γένεσις

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γένεσις Medium diacritics: γένεσις Low diacritics: γένεσις Capitals: ΓΕΝΕΣΙΣ
Transliteration A: génesis Transliteration B: genesis Transliteration C: genesis Beta Code: ge/nesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (γενέσθαι)

   A origin, source, Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν Il.14.201; Ὠκεανοῦ, ὅς περ γ. πάντεσσι τέτυκται ib.246, cf. Pl.Tht. 180d; beginning, in dual, τοῖν γενεσέοιν ἡ ἑτέρα Id.Phd.71e.    II manner of birth, Hdt.1.204, 6.69, etc.; race, descent, Id.2.146; πατρὸς οὖσα γένεσιν Εὐρύτου S.Tr.380; κατὰ γένεσιν, opp. καθ' υἱοθεσίαν, IG12(1).181 (Rhodes).    2 Astrol., nativity, geniture, AP 11.164 (Lucill.), 183 (Id.), Epigr.Gr.314.21 (Smyrna), PLond.1.98r60 (i A. D.), Vett.Val.216.6: hence, lot, fortune, Astramps.Orac. 16.8,23.7.    III production, generation, coming into being, opp. ὄλεθρος, Parm.8.21; more usu. opp. φθορά, Pl.Phlb.55a, etc.; περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, title of work by Arist.: generally, formation, πύου Hp.Aph.2.47; origination, making, ἱματίων, περὶ τὰ ἀμφιέσματα, Pl. Plt.281b,3; γ. καὶ οὐσία δικαιοσύνης Id.R.359a.    2 = τὸ γίγνεσθαι, becoming, opp. οὐσία, ib.525b, Ti.29c, Procl.Inst.45,al.    IV concrete, creation, i.e. all created things, Pl.Phdr.245e; γ. καὶ κόσμος Id.Ti.29e, freq. in Ph., as 1.3,al., cf. Plot.6.3.2, etc.    V race, kind or sort of animals, Pl.Plt.265b, etc.; family, δίδυμος γ. of the Spartan kings, Id.Lg.691d.    VI generation, age, Id.Phdr.252d: pl., Id.Plt.310d; κατὰ περίστασιν τῆς γ. according to the circumstances of his time, Porph.Sent.32.    VII παιδοπόρος γ. genitalia muliebria, AP9.311 (Phil.).    VIII Math., generation of a figure, Papp.234.4,al.    b origin of a spiral, Id.272.7; ἡ ἐν γ. εὐθεῖα the initial line, Id.286.22.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ (γενέσθαι), Ursprung, Entstehung; Hom. dreimal, Iliad. 14, 246 Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται, 14, 201. 302 Ὠκεανόν τε, θεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηθύν; – Her. 2, 146; πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου Soph. Tr. 379; oft bei Plat. u. Folgdn, Ggstz φθορά Plat. Parm. 136 b; oft das Werden, dem Sein, οὐσία, entgegengesetzt; ἡ ἐκ τοῦ ἔρωτος Crat. 398 c; ἡ τοῦ ἀφροῦ, aus Schaum, ibid. 406 c. Allgem., Schöpfung, καὶ κόσμος Plat. Tim. 29 c; Phaedr. 245 e; das Geschaffene, Geschlecht, τὴν γένεσιν ἄκερων εἶναι Polit. 265 b; ἡ νῦν γένεσις καὶ τροφή Lgg. V, 740 e; ἡ τῶν προγόνων γ. οὐκ ἔπηλυς οὖσα Menex. 287 b; τῶν βασιλέων Legg. III, 691 d; Geschlecht als Zeitbestimmung, ἐν πολλαῖς γενέσεσιν Polit. 310 d, wo hernach ἐπὶ γενεὰς πολλάς steht; vgl. Phaedr. 248 d. Auch von Produkten der Kunst, ἡ τῶν ἱματίων, ὀργάνων καὶ ἔργων Plat. Polit. 281 b Legg. XI, 920 e. Bei Philipp. 34 (IX, 311) = Geschlechtstheile.

Greek (Liddell-Scott)

γένεσις: -εως, ἡ, (γενέσθαι) ἀρχή, πηγή, παραγωγὸς αἰτία, Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν Ἰλ. Ξ. 201· Ὠκεανοῦ, ὅσπερ γένεσις πάντεσσι τέτυκται αὐτόθι 246, πρβλ. Πλάτ. Θεαιτ. 180D· ἀρχή, κατὰ δυϊκ., τοῖν γενεσίοιν ἡ ἑτέρα ὁ αὐτ. Φαίδ. 71Ε. ΙΙ. τρόπος τῆς γεννήσεως, Ἡρόδ. 1. 204., 6. 69, κτλ.· γένος, καταγωγή, ὁ αὐτ. 2. 146· πατρὸς οὖσα γένεσιν Εὐρύτου Σοφ. Τρ. 380. 2) ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, ἡ ἐπίδρασις τῶν ἀστερισμῶν. Ἀνθ. II. 11. 164, 183. ΙΙΙ. παραγωγή, γένεσις, ἀντίθ. τῷ φθορά, Πλάτ. Φιλ. 55Α, κτλ.· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς·- ἡ μόρφωσις ἢ ὁ σχηματισμὸς παντὸς πράγματος, π.χ. πύου Ἰππ. Ἀφ. 1246·- καθόλου, παραγωγή, ποίησις, κατασκευὴ ἔτι καὶ τῶν κοινῶν πραγμάτων, ἱματίων, ἀμφιεσμάτων Πλάτ. Πολιτ. 281Β, Ε· καὶ ἐπὶ ἀφῃρημένων ἰδιοτήτων, π.χ. δικαιοσύνης ὁ αὐτ. Πολ. 359Α. 2) = τὸ γίγνεσθαι, ἡ μόρφωσιςσυνεχής, κατ΄ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συμπεπληρωμένην καὶ τελείαν ὕπαρξιν (οὐσία) αὐτόθι 525Β. IV. ἡ δημιουργία, δηλ. σύμπαντα τὰ δημιουργήματα, Λατ. rerum natura, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 245Ε, Τιμ. 29 Ε, συχν, παρὰ Φίλωνι· ἴδε Sturz Μακ. Διάλ. σ. 99. V. γενεά, γένος, εἶδος τῶν ζῷων, Πλάτ. Πολιτ. 265Β, κτλ.· οἰκογένεια, ὁ αὐτ. Νόμ. 691D. VI. γενεά, ἡλικία, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 252D, Πολιτ. 310D. VIII. παιδοπόρος γ., genitalia muliembria, Ἀνθ.II. 9. 311. VIII. ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, ὁ γενέθλιος ἀστερισμός, Λατ. genitura, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 314. 21· οὕτω πιθ., μοῖρα γενέτειρα αὐτόθι 287.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
force productrice, cause, principe, origine, source de vie ; p. suite :
1 production, génération, création;
2 origine ; en gén. naissance.
Étymologie: γίγνομαι, cf. γένος.

English (Autenrieth)

generation, origin; Ὠκεανόν, θεῶν γένεσιν, Il. 14.201, 246, 302.