περιφαίνομαι

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφαίνομαι Medium diacritics: περιφαίνομαι Low diacritics: περιφαίνομαι Capitals: ΠΕΡΙΦΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: periphaínomai Transliteration B: periphainomai Transliteration C: perifainomai Beta Code: perifai/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be visible all round, ὄρεος . . ἕκαθεν περιφαινομένοιο Il.13.179 ; ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, βωμὸν ποιήσω h.Ven.100 ; ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.5.476 : generally, to be visible, ὅσση π. ὀκλάξ Arat.517.    2 shine around, Plu.2.932b.    II later, in Act., display all round, ἶριν D.S.17.10.    III intr. in Act., Parth.17.4.

German (Pape)

[Seite 598] pass., ringsum erscheinen, sich zeigen, sichtbar sein, Il. 13, 179; ἐν περιφαινομένῳ, an rings umher gesehener, hoch und frei liegender Stätte, Od. 5, 476, wie περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ h. Ven, 100, – von allen Seiten im Lichte sein, sich deutlich zeigen, Plut. de fac. orb. lun. 20 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιφαίνομαι: Παθ., εἶμαι περίοπτος, φαίνομαι πανταχόθεν, ἐπὶ ὀρέων, κτλ., ὄρεος κορυφῇ ἕκαθεν περιφαινομένοιο, «πόρρωθεν ὁρωμένου, περιόπτου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 179· ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ βωμὸν ποιήσω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 100· οὕτως, ἐν περιφαινομένῳ (ἄνευ οὐσιαστικοῦ) Ὀδ. Ε. 476. 2) λάμπω ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 932Β. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιδεικνύω ὁλόγυρα, ὕφασμα τὸ μὲν μέγεθος ἔχον ἱματίου, κύκλῳ δὲ περιφαῖνον ἶριν τὴν κατ’ οὐρανὸν ἐοικυῖαν Διόδ. 17. 10.

English (Autenrieth)

only part., visible from every side, Il. 13.179; as subst., a conspicuous (place), Od. 5.476.