ῥόθιος
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον, also α, ον AP9.32, 10.2 (Antip.Sid.):—
A rushing, roaring, dashing, esp. of waves, ἀμφὶ δὲ κῦμα βέβρυχεν ῥόθιον Od.5.412; of oars, ῥ. πλάται E.IT1133 (lyr.); of a ship dashing through the waves, AP10.2 (Antip. Sid.); μετὰ ῥοθίου βίας Arist.Mu.396a14: metaph. of an orator, Poll.6.147; of a horse, J.BJ6.2.8. Adv. -ίως Poll.4.24 codd., Vett.Val.345.33. 2 of fishes, guttling, Numen. ap. Ath.7.306d; cf. ῥοθιάζω 2. 3 swift, πόδες Leonid.Oxy.662.45. II Subst. ῥόθια, τά, waves dashing on the beach, breakers, waves, S.Ph.688 (lyr.); ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις E.Fr.773.36 (lyr.); cf.οὐτιδανός 11; and collectively in sg., surf, surge, A.Pr.1048 (anap.), E.IT426 (lyr.), Th.4.10: esp. of the dash and sound of oars, ῥοθίοις . . κώπας E.IT407 (κώπαις codd., lyr.), cf.Cyc.17; so in sg., Th. l.c. (acc. to Sch.), Hyp.Fr.157, Str. 15.2.12, D.S.13.99, etc.; γλυκερὰ ῥ., of wine, AP11.64 (Agath.): generally, of rushing, dashing motion, τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι D.H. 6.10, cf. Arr.Frr.164, 165 J.; so τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ, Luc. Tox.19,55: metaph., ἀοιδᾶν ῥόθια Pi.Pae.6.129; ῥοθ[ίῳ τινὶ] ἥκω τύχης prob.in Men. Pk.353. 2 loud shout, esp. of applause, ῥ. αἴρεσθαί τινι Ar.Eq.546: generally, tumult, riot, ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακόν E.Andr.1096.
German (Pape)
[Seite 847] zweier, auch dreier Endg., rauschend, brausend; bes. vom Anschlagen der Wellen, κῦμα ῥόθιον, Od. 5, 412; daher auch τὸ ῥόθιον substantivisch gebraucht, die rauschende Woge, das Wogengebrause, κῦμα τὸ μετὰ ψόφου γενόμενον, VLL.; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1050, vgl. γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Spt. 344; Soph. Phil. 683; ἐχώρει ῥόθιον ἐν πόλει κακόν, böses Wogengebrause, Eur. Andr. 1097; ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ, I. T. 426; so auch Thuc. 4, 10 u. Sp., wie ῥόθια κλύζοντο Ap. Rh. 1, 541; vgl. noch Harpocr. Vom Plätschern, Klatschen der Ruder, ῥόθιον αἴρεσθαί τινι, Ar. Equ. 544, übtr. mit Anspielung auf den Beifall durch Händeklatschen; γλυκερὰ ῥόθια, vom Weine, Agath. 24 (XI, 64). – Uebtr. = Heftigkeit, θυμοῦ, όργῆς, Luc. Tox. 19. 55.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόθιος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, Ἀνθ. Π. 9. 32., 10. 2· (ῥόθος)· ― ὁρμητικός, βρυχώμενος, ὁρμῶν θορυβωδῶς, μάλιστα ὡς τὰ κύματα, «ῥόθιον· ῥεῦμα, κῦμα τὸ μετὰ ψόφου γινόμενον» (Ἡσύχ.), ἀμφὶ δὲ κῦμα βέβρυχε ῥόθιον Ὀδ. Ε. 412· οὕτως ἐπὶ κωπῶν, ῥ. κῶπαι, πλάται Εὐρ. Ι. Τ. 407, 1133· ἐπὶ πλοίου ὁρμητικῶς φερομένου διὰ μέσου τῶν κυμάτων. Ἀνθ. Π. 10. 2· μετὰ ῥοθίου βίας Ἀριστ. π. Κόσμου 4, 32· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, Πολυδ. Ϛ΄, 147· ἐπὶ ἵππου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8. ― Ἐπίρρ. ῥοθίως Πολυδ. Δ΄, 24. 2) ἐπὶ χοίρων μετὰ ψόφου ἐσθιόντων, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 327Α· πρβλ. ῥοθιάζω 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ῥόθια, τά, κύματα ὁρμητικῶς φερόμενα κατὰ τῆς παραλίας, κύματα, Σοφ. Φιλ. 689, Εὐρ. Κύκλ. 17, κτλ.· πρβλ. οὐτιδανὸς ΙΙ· ― καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, τραχεῖ ῥοθίῳ, «σφοδρῷ ῥεύματι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 1048, Εὐρ. Ι. Τ. 426, Θουκ. 4. 10· μάλιστα ἐπὶ τοῦ πατάγου, τῆς ὁρμῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς ἤχου τῶν κωπῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 725, κτλ.· οἷα δὲ λέμβοι κισσύβια γλυκερῶν νήχεθ’ ὑπὲρ ῥοθίων, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 11. 64 ― καθόλου, ἐπὶ κινήσεως βιαίας, ὁρμητικῆς ἢ μετὰ ῥόθου γενομένης, τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι Διον. Ἁλ. 6. 10· οὕτω. τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ Λουκιαν. Τόξ. 19. 55. 2) μεγάλη κραυγή, μάλιστα δὲ ἐπὶ τοῦ εὐμενῶς ἐπιθορυβεῖν, ῥ. αἴρεσθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· καθόλου, θόρυβος, ταραχή, ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1906.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui gronde comme les vagues ; bruyant ; τὸ ῥόθιον bruit des vagues, d’où bruit tumultueux ; τὰ ῥόθια vagues qui se brisent;
2 véhément, impétueux ; τὸ ῥόθιον, mouvement impétueux, impétuosité.
Étymologie: ῥόθος.