ῥοθιάζω
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
strengthened form of ῥοθέω,
A ply the dashing oar, Cratin.345, Hermipp. 54; also of the ship, ἐκ πιτύλων ῥ. Ar.Fr.84.
2 of pigs eating, make a guttling noise, Id.Ach.807; cf. ῥόθιος 1.2.
German (Pape)
[Seite 847] rauschen, plätschern, von Wellen u. Ruderschlägen, ῥοθίαζε κἀνάπιπ τε, Cratin. bei Ath. 1, 23 b, vom Rudern; bei Ar. Ach. 772 auch vom Schmatzen der gierig fressenden Schweine, Schol. μετὰ ῥόθου καὶ ψόφου ἐσθίουσιν.
French (Bailly abrégé)
1 ramer avec bruit ; se livrer à une vogue ou nage accélérée;
2 manger avec bruits comme les porcs.
Étymologie: ῥοθιάς.
Russian (Dvoretsky)
ῥοθιάζω:
1 плескать веслами, грести Arph.;
2 чавкать (τὰ χοιρίδια ῥοθιάζουσιν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοθιάζω: ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ προηγ., ἐπὶ ἐρετῶν, χειρίζομαι τὴν θορυβοῦσαν ἢ παταγοῦσαν κώπην, κωπηλατῶ εὐτόνως, ῥοθίαζε, κἀνάπιπτε Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 5· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πλοίου, ναῦς ὅτ’ ἂν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ἐπὶ χοίρων ἐσθιόντων μετὰ θορύβου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 807· πρβλ. ῥόθιος Ι. 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ροθιάζειν· ἐλαύνειν, ἀπὸ τοῦ ψόφου τῆς εἰρεσίας».
Greek Monolingual
Α ῥόθιον
1. (για κωπηλάτες) χτυπώ με δύναμη το κουπί (α. «ῥοθίαζε κἀνάνιπτε», Κρατίν.
β. «ῥοθιάζειν ἐλαύνειν, ἀπὸ τοῦ ψόφου τῆς εἰρεσίας», Ησύχ.)
2. (για πλοίο) παράγω ήχο από το χτύπημα τών κουπιών («ναῦς ὅτ' ἄν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ», Αριοτοφ.)
3. ειρων. (για χοίρους) τρώω με θόρυβο πλαταγίζοντας τη γλώσσα και ροκανίζοντας.
Greek Monotonic
ῥοθιάζω: επιτετ. τύπος του προηγ., λέγεται για τους κωπηλάτες, για τα πλοία καθώς και για χοίρους, που τρώνε με θόρυβο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ῥοθιάζω, [strengthened form of ῥοθέω
of pigs, to make a guttling noise, Ar.