μετεῖπον

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεῖπον Medium diacritics: μετεῖπον Low diacritics: μετείπον Capitals: ΜΕΤΕΙΠΟΝ
Transliteration A: meteîpon Transliteration B: meteipon Transliteration C: meteipon Beta Code: metei=pon

English (LSJ)

Ep. μετέειπον, aor. 2 of μεταφωνέω,

   A speak among, address, c. dat. pl.; freq. in Hom., mostly in phrases, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν Il.1.253, al.; τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε 2.336, al., cf. Hes. Th.643: abs., mostly with ὀψέ, Il.7.94, Od.7.155, etc.—Hom. always uses 3sg. Ep. μετέειπε, exc. once 1sg. μετέειπον, Od.19.140.

German (Pape)

[Seite 158] (s. εἶπον), zu Mehreren, unter ihnen sprechen, am häufigsten ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε u. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε; auch τοῖσι – μετὰ μῦθον ἔειπεν, Il. 3, 303. 9, 623 u. öfter; vgl. μετὰ πᾶσιν ἔειπεν u. ähnl., die nicht als Tmesis zu nehmen sind; die erste Person μετέειπον Od. 19, 140; auch ohne Casus, Il. 7, 94. 8, 30. 9, 31 Od. 7, 155; auch bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μετεῖπον: Ἐπικ. μετέειπον, ἀόρ. β΄ τοῦ μετάφημι, λέγω, ὁμιλῶ εἰς τὸ πλῆθος, μετὰ δοτ. πληθ.· συχνὸν παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν, πρβλ. Ἡσ. Θ. 643. 2) ὁμιλῶ κατόπιν, μετὰ ταῦτα, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ ὀψέ, Ἰλ. Η. 94, Ὀδ. Η. 155, κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μετέειπε· ἅπαξ δὲ τὸ α΄ ἑνικ. μετέειπον, Ὀδ. Τ. 140.

French (Bailly abrégé)

épq. μετέειπον;
1 parler au milieu de, τινι;
2 parler ensuite.
Étymologie: μετά, εἶπον ; μετέειπον est pour *μετέϜεπον.

English (Autenrieth)

spoke among or to, τισί. See εἶπον.