μετάφημι

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάφημι Medium diacritics: μετάφημι Low diacritics: μετάφημι Capitals: ΜΕΤΑΦΗΜΙ
Transliteration A: metáphēmi Transliteration B: metaphēmi Transliteration C: metafimi Beta Code: meta/fhmi

English (LSJ)

   A speak among persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. μετέφη), c. dat. pl., τῇσιν (sc. δμῳαῖς) μ. Od.18.312; πάντεσσι θεοῖσι Il.19.100: elsewh. Hom. always joins it with τοῖς or τοῖσι, whether a single person is addressed, as in Il.2.411, 4.153, 19.55, or more than one, as in Od.8.132:—μετέφη c. acc. pers. is f. l. in Il.2.795.

German (Pape)

[Seite 156] (s. φημί), wie μεταυδάω, unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, sc. δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.

Greek (Liddell-Scott)

μετάφημι: ὡς τὸ μεταυδάω, ὁμολῶ μεταξύ τινων, ἑπομένως, ἀποτείνω τὸν λόγον, ἀγορεύω πρός..., Ὅμ. (ὅστις ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, ὅπερ ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον πρόσωπον γίνεται λόγος, ὥστε ἐνταῦθα τὸ τοῖς δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. μετεῖπον.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. 3ᵉ sg. μετέφη;
1 parler au milieu de, τινι, ou en gén. s’adresser à;
2 adresser la parole à.
Étymologie: μετά, φημί.

English (Autenrieth)

ipf. μετέφη: speak among or to, τισί, also w. acc., Il. 2.795. See φημί.