κατεναντίον
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
= foreg., τινι Il.21.567;
A ἀλλήλοισιν AP9.132, Man.1.215, etc.; ἐκείνου (v.l. ἐκείνῳ) Hes.Sc.73, cf. A.R.2.360; τῆς ἀκροπόλιος Hdt.3.144: abs., Man.1.285:—alsoκατ-εναντία, νήσου A.R. 2.1116: abs., κ. κεῖνται D.P.114.
German (Pape)
[Seite 1395] entgegen, gegenüber, τινί, ἐλθεῖν Il. 21, 567; ὁρμηθῆναι Hes. Sc. 73; sp. D.; τινός, Ap. Rh. 2, 350.
Greek (Liddell-Scott)
κατεναντίον: Ἐπίρρ., ἐναντίον, ἐπὶ ἐχθρικῆς σημ., τινὶ Ἰλ. Χ. 567· κ. ἐκείνῳ ὁρμηθῆναι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 73· κ. ἀλλήλοις ἐλθόντες Ἀνθ. ΙΙ. 9.132, κτλ.· ἐναντίον, ἀπέναντι, ἀντικρύ, τινὸς Ἡρόδ. 3. 144, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.·- ὡσαύτως κατεναντία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1116, Διον. ΙΙ. 114.
French (Bailly abrégé)
adv.
en face de, dat. ou gén..
Étymologie: κατά, ἐναντίον.