μηκέτι
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Adv., (formed from μή, ἔτι, with κ inserted on a false analogy with οὐκέτι)
A no more, no longer, no further, Il.13.292, Hes.Op. 174, Pi.O.1.5, A.Ch.805 (lyr.), IG12.75.29, etc.
German (Pape)
[Seite 171] (nach οὐκέτι gebildet), nicht mehr, nicht länger; ἀλλ' ἄγε μηκέτι λεγώμεθα, νηπύτιοι ὥς, Il. 13, 292 u. öfter so in Aufforderungen und Verboten; Pind. Ol. 1, 182; μηκέτ' ἐςέλθῃς, Aesch. Ag. 1307; c. opt., Ch. 794; μηκέτι ἔξω πόδα κλίνῃς, Soph. O. C. 192; μηκέτ' ἐλπίσῃς, El. 951; nach Absichtspartikeln, ὅπως μηκέτ' ἆμαρ ἄλλ' εἰσίδω, Ant. 1314; c. partic., ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, Phil. 413; εἴπερ μηκέτι ἐπισκεψόμεθα, Plat. Rep. IV, 430 d; ὥςτε μηκέτι πορεύεσθαι, Critia. 109 a; c. imper., μηκέτι πλείω λέγε, Rep. V, 471 c; μηκέτι νουθετήσῃς, Gorg. 488 b; μηκέτι ποιώμεθα, Legg. IV, 723 d; Folgde; nicht wieder, Xen. An. 5, 7, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μηκέτι: ἐπίρρ. (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μή, ἔτι, μετὰ παρεμβολῆς τοῦ κ κατὰ ψευδῆ ἀναλογίαν πρὸς τὸ οὐκέτι) ὄχι πλέον, Ὅμ., κτλ.· μηδ’ ἔτι, μήτε τοῦ λοιποῦ πλέον, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
adv.
ne… plus.
Étymologie: μή, ἔτι ; le κ p. anal. avec οὐκέτι.
English (Autenrieth)
English (Slater)
μηκέτι c. impv.,
1 no longer μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἄστρον (O. 1.5) μηκέτι πάπταινε πόρσιον (O. 1.114) μηκέτῖ ῥίγει (N. 5.50) καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν (I. 4.13)