μῆλον
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
(B), τό, Dor. and Aeol. μᾶλον,
A apple or (generally) any treefruit, Il.9.542, Od.7.120, Hes.Th.215, 335 (whereas in Id.Op. only μῆλον (A) is found), Hdt.1.195, 2.92,7.41; χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu.978; χρύσια μ. Theoc.29.37; μ. ἄγριον crab, Pyrus acerba, Dsc.1.115.4; μ. Ἀρμενιακόν apricot, Prunus armeniaca, Id.1.115.5, Gal.6.594 (μ. ἐαρινά PCair.Zen.33.13 (iii B.C.)); μ. Ἠπειρωτικόν roseapple, Dsc.1.115.4; μ. Κυδώνιον quince, Hp.Vict.2.55, Dsc.1.115.1, Gal.6.563, SIG1171.15 (Lebena); μ. Μηδικόν citron, Citrus medica, Dsc.1.115.5 (μ. κίτριον Gal.12.77); μ. Περσικόν peach, Prunus persica, Id.6.592; τῶν Ποντικῶν ἐκείνων ἂ καλοῦσι μῆλα, of a kind of gourd, ib.563. 2 seed-vessel of the rose, Thphr.HP6.6.6. II pl., metaph., of a girl's breasts, Ar.Lys.155, Ec.903, Theoc.27.50. 2 cheeks, PPetr.3.p.2, al. (iii B.C.), AP9.556 (Zon.), Ruf.Onom.46, Luc. Im.6, Arch.Pap.4.271 (iii A.D.): in sg., μ. ἀριστερόν BGU998.4 (ii B.C.), etc.: but in Theoc.14.38, τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥέοντι thy tears run like apples, i.e. big round tears and sweet withal. 3 swellings under the eye, Hsch.s.v. κύλα. 4 tonsils, Ruf.Onom.64. 5 cups shaped like apples, IG11(2).161 B41, al. (Delos, iii B.C.). (Cf. Lat. mālum, perh. borrowed from Gr.)
μῆλον (A), τό,
A sheep or goat, ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον Od.12.301 (cf. 299); μῆλον, ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14.105; elsewh. Hom. uses the pl. (to distinguish the gender, an Adj. is added, ἄρσενα μ. rams, wethers, Od.9.438; ἔνορχα μ. Il.23.147) to denote sheep or goats, ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ', ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Od.9.184; ὡς δὲ λέων μήλοισιν . . ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Il.10.485: generally, small cattle, opp. βόες, βόες καὶἴφια μ. 9.406, cf. Hes.Op.786, 795, etc.; μ. καὶ βοῶν ἀγέλας Pi.P.4.148; μ. καὶ ποίμνας S.Aj.1061: abs., of sheep, ἄργυφα μ. Od.10.85; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416; of Europa's bull, Simon.28; so μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν . . μήλων of herds, A.Fr. 158: generally, beasts, opp. men, γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Pi.O.7.63; esp. of sacrificial beasts, ib.80, A.Ag.1057, etc.; also of beasts of chase, S.Fr.1069:—Lyc.106 has metaplast.gen. pl. μηλάτων. (Not found in Prose, exc. Hdt. ap. Sch.Il.4.476. The Dor. form is μῆλον (not μᾶλον), Pi.P.4.148, 9.64, al.; also in pr. nn., Εὔμηλος IG 12(3).540 (Thera), etc.; Boeot. μεῖλον in Πισίμειλος ib.7.3193.12 (Orchom., iii B.C.), etc.: cf. OIr. mīl '(small) animal', Dutch maal 'young cow'.)
German (Pape)
[Seite 173] τό, 1) Schaafund Ziege, kleines Stück Vieh; im sing. bei Hom. nur Od. 12, 301, wo es das Schaaf, u. 14, 105, wo es die Ziege bedeutet; sonst im plur., ohne Unterschied des Geschlechts; ἔνορχα μῆλα, Widder, Il. 23, 147; ἄρσενα μῆλα, Od. 9, 438; βόες καὶ ἴφια μῆλα, neben einander, Stiere und kleines Vieh, wo es Schaafe oder Ziegen sein können, Il. 9, 406. 466 u. öfter; vgl. 10, 485, λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσιν, u. 9, 184, πολλὰ μῆλ' ὄϊές τε καὶ αἶγες; πίονα μῆλα, Od. 9, 315 u. öfter; ἄργυφα, Schaafe, 10, 85; μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80; μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας, P. 4, 148; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν, also von Schaafen, Aesch. Ag. 1390; ἕστηκεν ἤδη μῆλα πρὸς σφαγάς, ib. 1027; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν, Soph. Ai. 1040; häufiger bei Eur. von Opferschaafen. So noch sp. D., von denen Lycophron 106 einen metaplastischen gen. plur. μηλάτων bildet. In Prosa ist es in dieser Bedeutung ungebräuchlich.
Greek (Liddell-Scott)
μῆλον: (Α), ου, τὸ πρόβατον ἢ αἴξ, ἢ βοῦν ἢ ἔτι μῆλον Ὀδ. Μ. 301 (πρβλ. 299)· ἕκαστος... μῆλον ἀγινεῖ ζατρεφέων αἰγῶν Ξ. 105· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. (πρὸς διάκρισιν δὲ τοῦ γένους προστίθεται ἐπίθετον, ἄρσενα μ., κριοί, «κριάρια», Ὀδ. Ι. 438· ἔνορχα μ. Ἰλ. Ψ. 147), πρὸς δήλωσιν ποιμνίων προβάτων καὶ αἰγῶν, «γιδοπρόβατα», ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ’, ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Ὀδ. Ι. 184· ὡς δὲ λέων μήλοισιν... ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Ἰλ. Κ. 485· ἐντεῦθεν καθόλου ὡς τὰ πρόβατα, μικρὰ κτήνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: βόες, ὡς τὸ Λατ. pecudes πρὸς τὸ armenta, βόες καὶ ἴφια μῆλα Ἰλ. Ι. 406, κτλ.· μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας Πίνδ. Π. 4. 263· μῆλα καὶ ποίμνας Σοφ. Αἴ. 1061· - ἀλλ’ ἀπολ. ἐπὶ προβάτων, ἄργυφα μῆλα Ὀδ. Κ. 85· μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416· ἐπὶ βοός, Σιμων. 249· οὕτω, μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν μήλων, ἐπὶ ἀγελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· καθόλου, ζῷα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Πίνδ. Ο. 7. 116· ἰδίως ἐπὶ τῶν πρὸς θυσίαν ζῴων, αὐτόθι 145, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057, κτλ.· - ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ ζῴων τοῦ κυνηγίου, Σοφ. Ἀποσπ. 911· - ὁ Λυκόφρ. 106 μεταχειρίζεται κατὰ μεταπλασμὸν γεν. πληθ. μηλάτων· - (Ἡ λέξις δὲν εἶναι οὕτως ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις. Δὲν γίνεται δὲ μᾶλον παρὰ Πινδ., ἐπειδὴ ὁ γνήσιος Δωρ. καὶ Βοιωτ. τύπος εἶναι μεῖλον, Αhrens D. Dor. 145, 153).
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
animal de petit bétail, particul.
1 mouton ; d’ord. au pl. τὰ μῆλα troupeau de moutons ou de brebis;
2 chèvre ; d’ord. au pl. τὰ μῆλα troupeau de chèvres.
Étymologie: DELG irl. mil et gall. mil « petit animal », germ. mala « vache » ; néerl. maal « jeune vache » ; arm. mal « mouton », v.sl. malu « petit ».
2ου (τό) :
1 pomme ou fruit semblable à une pomme ; pomme : τὰ χρύσεα μῆλα SOPH pommes d’or ou des Hespérides, càd oranges ou citrons ; μῆλον Μηδικόν PLUT citron ; p. anal. pomme d’or ou d’argent (à l’extrémité d’une lance, d’un bâton, etc.);
2 fruit d’arbre fruitier en gén.
Étymologie: cf. lat. malum.
English (Autenrieth)
(1): apple (mālum).
(2): sheep or goat, Od. 12.301, Od. 14.305; mostly pl., μῆλα, small cattle, flocks.