ἀρχός
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ὁ,
A leader, chief, εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνήρ Il.1.144: c. gen., νηῶν 2.493; οἰωνῶν Pi.P.1.7; ruler, Τειχιούσσης SIG3d (Milet., vi B. C.); πόλεως (opp. ἔτης), prob. in E.Fr.1014. 2 = ἄρχων, IG7.3301, al. 3 ἀ. ἑῴας, = dux Orientis, ib.14.1073 (iv A. D.). 4 of a god, SIG56.26 (Argos, v B. C.). II the rectum, Hp.Aph.5.58, Arist. HA507a33, Theol.Ar.51. 2 the anus, Hp.Haem.2, Epid.5.20.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, 1) der Anführer, oft bei Hom., z. B. Iliad. 1, 144. 311. 2, 493. 541. 618 Od. 4, 629. 653. 8, 162. 391. 10, 204. 21, 187; ἵππων, οἰωνῶν Pind. Ol. 7, 71 P. 1, 7; Tragg.; nach Dion. Hal. 5, 74 bes. bei den Thessaliern üblich. – 2) der After, Arist. H. A. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχός: ὁ, ἀρχηγός, ἄρχων, ἡγεμών, κυβερνήτης, εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνήρ βουληφόρος ἔστω Ἰλ. Α. 144· μετὰ γεν. ἀρχούς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας Β. 493, κτλ. Πινδ. ΙΙ. 1. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ὀρθὸν ἔντερον, ἐπὶ ἀρχῷ φλεγμαίνοντι καὶ ὑστέρῃ φλεγμαινούσῃ Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 17, 7 κ. ἄλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 guide;
2 chef ; qui est le premier, le plus puissant.
Étymologie: ἄρχω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἀρχός
1 leader, ruler αἰετὸς ἀρχὸς οἰωνῶν (P. 1.7) οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον i. e. Hieron (P. 1.73) ἀρχὸς ἐν πρύμνᾳ Jason (P. 4.194) ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες sc. τοῦ Ἄργους (N. 9.14) ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν (I. 6.50) ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων master sc. Helios (O. 7.71)