ἀτρέκεια

From LSJ
Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρέκεια Medium diacritics: ἀτρέκεια Low diacritics: ατρέκεια Capitals: ΑΤΡΕΚΕΙΑ
Transliteration A: atrékeia Transliteration B: atrekeia Transliteration C: atrekeia Beta Code: a)tre/keia

English (LSJ)

ἡ, Ion. ἀτρεκ-είη, also ἀτρεκίη Man.3.229: (ἀτρεκής):—

   A precise truth, certainty, Pi.Fr.213.4; τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.4.152, cf. 6.1; μαθεῖν . . τὴν ἀ. ὅτι οὐκ αἱρέει learnt for certain that he is unable to take it, ib.82, cf. IG9(1).880 (Corc.): in pl., τὰς -ας τὰς λεγομένας Hp.Prorrh.2.3.    II Ἀτρέκεια personified, Strict Justice, Pi. O.10(11).13, E.Fr.91.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, ion. -ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρέκεια: ἡ, Ἰων. ἀτρεκηΐη, ἀτρεκίη ἢ ἀτρεκείη, ἴδε Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. ΙΧ: (ἀτρεκής): ― πραγματικότης, ἀκριβὴς ἀλήθεια, βεβαιότης, Πινδ. Ἀποσπ. 232. 4· τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν, τὴν ἀκριβῆ ἀλήθειαν, τὴν ἀκριβῆ κατάστασιν, Ἡρόδ. 4. 152., 6. 1· μαθεῖν δὲ αὐτὸς οὕτω τὴν ἀτρεκηΐην ὅτι οὐκ αἰρέει τὸ Ἄργος αὐτόθι 82, πρβλ. Ἐπιγρ. Κερκύρας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 2· κατὰ πληθ. Ἱππ. Προρρητ. 84· ἴδε ἀτρεκὴς ἐν τέλ. ΙΙ. Ἀτρέκεια, Δικαιοσύνη, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Πινδ. Ο. 10 (11). 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réalité, exacte vérité.
Étymologie: ἀτρεκής.

English (Slater)

ᾰτρέκεια
   1 precision, exactitude πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν tell precisely fr. 213. 4. pro pers., Rectitude, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13)